Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

 

ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ



Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα τα πλάσματα της γης, περίμεναν με χαρά  να γιορτάσουν τις Άγιες μέρες.

Όμως αυτές τις μέρες κάποιοι περιμένουν με αγωνία για να κάνουν τις σκανταλιές τους.

Ο αρχηγός, ο Σαρδανάπαλος , τους ειδοποίησε να συγκεντρωθούν στη σκοτεινή σπηλιά του για να τους ανακοινώσει το φετινό ζημιάρικο πρόγραμμα τους.

Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι , τους ρώτησε:

-Μήπως κάποιος έχει καμιά καλή ιδέα για το τι να κάνουμε φέτος;

-Να βάλουμε αλάτι στα γλυκά, πετάχτηκε ένας.

-Σιγά το καινούργιο , είπε ο αρχηγός.

-Να ανακατέψουμε τα δώρα, είπε ένας άλλος.

-Αυτό το κάνουμε σχεδόν κάθε χρόνο!

-Να κλέψουμε τα στολίδια απ τα δέντρα, φώναξε ένας μαυριδερός.

-Αυτό κι αν τόχουμε κάνει τόσες φορές… Καμιά νέα έξυπνη ιδέα;

Οι καλικάτζαροι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν ήξεραν τι να πουν. Ξαφνικά ένας  κοντούλης , καθώς σηκώθηκε να πάει να πιει λίγο νερό, πάτησε τον διπλανό του. Κι αυτός σηκώθηκε κι άρχισε να τον μαλώνει . κι άρχισαν να χτυπιούνται. Σε λίγο όλοι μαζί μάλωναν και χτυπιόταν …η σπηλιά έγινε πεδίο μάχης. Μάλωναν κι ας μην υπήρχε λόγος. Αλλά έτσι είναι οι καλικάτζαροι!

-Σταματήστε αμέσως, φώναξε  αρχηγός!  Αυτό είναι! Αυτό θα κάνουμε!

-Τι δηλαδή;, θα μαλώνουμε; Ρώτησε ένας στραβοδόντης.

-Όχι θα κάνουμε  όλους τους άλλους να μαλώνουν!

- Και Πώς θα γίνει αυτό;

-Έχω μια ιδέα , Μείνετε εδώ να με περιμένετε. Εγώ θα πάω ένα μικρό ταξίδι. Κι όταν επιστρέψω θα σας εξηγήσω. Και ήσυχα ε; είπε ο αρχηγός κι έφυγε.

Δεν πήγε πολύ μακριά. Στο διπλανό βουνό, μέσα σένα πυκνό δάσος ζούσε η μάγισσα Μπλιμπλίνα . Αυτή επειδή δεν κατάφερε ποτέ να κάνει ένα καλό ξόρκι, είχε κρυφτεί  σε μια καλύβα , σ αυτό το δάσος μαζί με τον μαύρο γάτο της και το κοράκι της, που ήταν κι ο φρουρός της. Αυτό την ειδοποίησε ότι έρχεται ο Σαρδανάπαλος.

-        Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, της είπε, μόλις έφτασε . Και της εξήγησε το σχέδιό του.

-        Μμμμ , αυτό που μου ζητάς είναι δύσκολο. Θα χρειαστώ 3 μέρες και 3 νύχτες για να φτιάξω το ξόρκι. Αλλά όταν το φτιάξω…. ‘όταν το φτιάξω …. Θα γίνει χαμός!.

-        Και τι ζητάς για πληρωμή;

-        -Ένα μαγικό κιάλι για να βλέπω τη ζημιά που θα κάνετε, να γελάω και να χαίρομαι.

-        Οκ! ευκολάκι. Θα το έχεις! Θα κλέψω το κιάλι του αι Βασίλη και θα στο φέρω.

Και πραγματικά έτσι έγινε. Πήγε το ίδιο βράδυ και μπήκε κρυφά στο σπίτι του αϊ Βασίλη και το πήρε.

Σε 3 μέρες και 3 νύχτες πήγε πάλι στο σπίτι  της μάγισσας  Μπλιμπλίνας , της πήγε το μαγικό κιάλι κι εκείνη του έδωσε ένα μαύρο μπουκάλι μ ένα πηχτό μαύρο υγρό που έβραζε κι έβγαζε μπουρμπουλήθρες .

-        Πρόσεξε , του είπε. Θα ανοίγεις το καπάκι μόνο όπου θέλετε να κάνετε τη σκανταλιά. Κι εσείς να φοράτε μάσκα για να μη σας πιάνει το ξόρκι. Θ ανοίγετε το καπάκι για 1 λεπτό κι αμέσως θα το κλείνετε. Και θα πηγαίνετε αλλού και θα κάνετε το ίδιο. Φροντίστε ν απλωθεί το αέριο που έχει μέσα, σ όλη τη γη. Ε, ρε γέλια που θα κάνουμε!

-        Ο  Σαρδανάπαλος γύρισε στην ομάδα και τους εξήγησε τι έπρεπε να κάνουν και τι θα γινόταν μ αυτό. Και ξεκίνησαν.. . όλη τη νύχτα κατάφεραν να γυρίσουν σ όλόκληρη τη γη, αφήνοντας λίγο απ΄το  μαγικό αέριο .

Το πρωί που ξύπνησαν οι άνθρωποι ο αέρας μύριζε κάπως περίεργα. Κάτι άσχημο ,  σαν μούχλα μύριζε.

Και ξαφνικά όλοι είχαν διάθεση για καυγά.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τα παιδιά άρχισαν να μαλώνουν…

- Όχι εγώ το θέλω το αυτό παιχνίδι…

- Μα εγώ το πήρα πρώτος….

-  Εγώ θέλω τον ροζ μαρκαδόρο…

- Πάρε απ το άλλο ποτηράκι, έχει κι άλλους…

- Όχι εγώ θέλω αυτόν ..

Κι έσπρωχνε το ένα, το άλλο, και πιάνονταν στα χέρια κι έπεφταν κάτω και κυλιόταν κι έκλαιγαν.

 

 

ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Το βράδυ τα στολίδια άρχισαν να μαλώνουν.

-Σταμάτα να παίζεις μ αυτό τύμπανό σου, μας πήρες τα αφτιά, είπε το μολυβένιο στρατιωτάκι.

- Μα κάνω πρόβες για τα κάλαντα , είπε ο μικρός τυμπανιστής.

-Να τις κάνεις πιο σιγά, γιατί θα βγάλω το σπαθί μου και θα σου το σπάσω το τύμπανο.

- Μα δεν γίνεται πιο σιγά..

- Τώρα που θα σε πιάσω θα δεις τι θα πάθεις..

- Ει εσύ κυρά χοντρή κάνε πιο μέρα, με κρύβεις, είπε μια μπαλαρίνα σε μια κόκκινη μπάλα.

- Πώς μου μιλάς έτσι , δεν είμαι χοντρή. Μπάλα είμαι πώς θέλεις να είμαι;

- Αυτό που σου λέω… άντε μη νευριάσω κι αρχίσω και κουνιέμαι και σε ρίξω κάτω και σπάσεις.

- Μα τι λες, πώς να πάω πιο κει;

- Τώρα θα σου δείξω  εγώ, είπε η μπαλαρίνα  κι άρπαξε την μπάλα απ το λαιμό για να την ρίξει κάτω.

- Βρε παιδιά τι πράγματα είναι αυτά, είπε το αστέρι , ηρεμήστε.

- Εσύ να μη μιλάς , που έχεις πάρει την καλύτερη θέση κι μας κάνεις τον ξύπνιο, είπε ένα απ τα στολίδια δώρα.

- Μα το αστέρι πάντα μπαίνει στην κορυφή του δέντρου…

- Κακώς ! Νομίζεις πως θα ήταν άσχημο το δέντρο με μένα στην κορυφή;, συνέχισε το δωράκι.

Και με τούτα και με τ΄άλλα αρπάχτηκαν στα χέρια και σε λίγο τα περισσότερα είχαν καταστραφεί.

 

ΟΙ ΤΑΡΑΝΔΟΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ

Οι τάρανδοι, όπως κάθε πρωί, σηκώθηκαν να κάνουν την πρωινή γυμναστική τους για να δυναμώσουν για το μεγάλο ταξίδι. Καθώς έκαναν τις ασκήσεις τους, ο πιο μεγάλος παραπάτησε και πάτησε τον διπλανό του.

-        Δεν προσέχεις καθόλου, του φώναξε , κοίτα τι μου έκανες, πονάω.

-        -Σιγά  να μην πονάς, τι μωρό είσαι;

-        Να σε πατήσω κι εγώ να δεις!

-        Για τόλμησε..

.Κι ο πονεμένος τάρανδος … τόλμησε κι αρπάχτηκαν στα χέρια….. ε , στα πόδια θέλω να πω . κι αρπάχτηκαν κι οι άλλοι τάρανδοι μεταξύ τους γιατί  ο ένας υποστήριζε τον πρώτο κι ο άλλος τον δεύτερο, έμπλεξαν τα κέρατά τους κι έγινε χαμός!

 

ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ

Τα ξωτικά, όπως κάθε χρόνο δούλευαν ασταμάτητα για να προλάβουν να τελειώσουν τα δώρα.

-        Ποιος μου έκλεψε το κουτί με τις κορδέλες; Ακούστηκε μια φωνή

-        Εγώ, αλλά δεν στα έκλεψα, το πήρα γιατί χρειαζόμουν μια κορδέλα για να τυλίξω ένα δώρο που τελείωσα, είπε ένας κοντούλης βοηθός.

-        Ναι , αλλά δεν με ρώτησες, δεν μου τις ζήτησες!

-        Αφού όλα τα υλικά τα χρησιμοποιούμε όλοι μας!

-        Άκου να σου πω, ό,τι είναι κοντά μου, είναι για μένα…

-        Δεν είναι έτσι! Κάθε χρόνο , όλοι μας μπορούμε να χρησιμοποιούμε όλα τα υλικά!

-        Εγώ είμαι πιο παλιός και θα κάνεις ,ότι σου λέω.

-        Και που το λέει αυτό; Εδώ όλοι είμαστε ίσοι.

-        Ίσοι , ε ; και του δίνει μια σφαλιάρα. Και πιάνονται στα χέρια. Μαζί μ αυτούς κι όλα τα άλλα ξωτικά. Κατέστρεψαν τα δώρα, τα περιτυλίγματα, τις κορδέλες, γέμισαν μώλωπες και σιλοτέιπ…

-         

ΟΙ ΧΙΟΝΟΝΙΦΑΔΕΣ

Βράδυ έφτασαν οι χιονονιφάδες πάνω από την πόλη κι ενώ ετοιμαζόταν να ρίξουν το απαλό τους χιόνι, ακούστηκε μια φωνή!

-        Λοιπόν κορίτσια, πρώτη εγώ θα ρίξω το χιόνι μου!

-        - Και γιατί αυτό; Πάντα όλες μαζί δεν χιονίζουμε;

-        Δεν έχει γιατί! Γιατί έτσι θέλω !

-        Τι πάει να πει « έτσι θέλω»;

-        Αυτό που άκουσες! Και μη με συγχύζεις γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει…

-        Τι θα γίνει δηλαδή;

-        Αυτό, της λέει και της  δίνει μια σφαλιάρα και  της ρίχνει κάτω την χιονένια της κορδέλα.

-        Το ίδιο όμως κάνει κι η άλλη χιονονιφάδα και σε λίγο όλες μαζί, έχουν γίνει μαλλιά κουβάρια και κυλιούνται στο χώμα, οπότε το άσπρο τους χιόνι γίνεται ένα καφετί λασπόχιονο.

 

Η μάγισσα Μπλιμπλίνα που τα βλέπει όλα αυτά με το μαγικό κιάλι του αϊ Βασίλη, τρίβει τα χέρια της από τη χαρά της.

 

Εν τω μεταξύ ο αϊ Βασίλης που δεν έχει δει τίποτα απ΄όλα αυτά συνεχίζει ν ανοίγει και να διαβάζει τα χιλιάδες γράμματα που έχει λάβει. Τα περισσότερα γράμματα  είναι ευγενικά και  τα παιδιά του λένε να φροντίσει  πρώτα τα παιδιά που έχουν ανάγκη : που είναι φτωχά, που είναι άρρωστα, που ζουν σε πόλεμο, που δεν έχουν γονείς κλπ.

Τα τελευταία γράμματα όμως που άνοιξε , τον απογοήτευσαν….

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ

1. Καλημέρα Αι Βασίλη, επειδή βαριέμαι να γράφω πολλά, θέλω φέτος να μου φέρεις ένα playstation…..

2. Αι Βασίλη  φέτος θέλω ένα ακριβό δώρο , γιατί άμα είναι κάτι φτηνό , μου το παίρνουν κι οι γονείς μου….

3. Αι Βασίλη , θέλω ένα δώρο, ό,τι  ναναι, απλά να είναι καλύτερο κι ακριβότερο απ της συμμαθήτριας μου της Λίνας, για να μάθει αυτή…..

4. Αι Βασίλη, μη με ξεχάσεις , όπως πέρσι. Να μου φέρεις διπλό δώρο, μου το χρωστάς άλλωστε…

 

Ο Αϊ Βασίλης έπιασε το κεφάλι του. Μα πώς έγιναν έτσι τα παιδιά ;αναρωτιέται.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η νεράιδα των Χριστουγέννων και του λέει:

-Καλέ μου παππούλη, έχουμε πρόβλημα. Σ όλη τη γη, όλοι και όλα μαλώνουν.

Τα ψάρια στη θάλασσα  μαλώνουν για το ποιο κολυμπάει πιο γρήγορα!

Τα παπάκια στο ποτάμι μαλώνουν για το ποιο είναι πιο όμορφο!

Οι αρκούδες στο δάσος μαλώνουν για ένα βάζο μέλι που βρήκαν σε μια κουφάλα δέντρου κι όλες το θέλουν για ον εαυτό τους!

Τα πουλιά μαλώνουν για το ποιο τραγουδάει καλύτερα!

Τα ζώα μαλώνουν για τις φωλιές τους!

Οι πεταλούδες  μαλώνουν για το ποια έχει τα πιο ωραία χρώματα στα φτερά της!

 Τα λουλούδια  μαλώνουν για το ποιο μυρίζει πιο όμορφα!

 Τα σύννεφα στον ουρανό μαλώνουν για το ποιο είναι πιο δυνατό και θα ρίξει την πιο πολλή βροχή!

Τα φρούτα μαλώνουν για το ποιο είναι το πιο αγαπημένο των παιδιών!

 Τα αστεράκια μαλώνουν για το ποιο είναι πιο λαμπερό!

Οι άνθρωποι πήραν τα όπλα και κάνουν πόλεμο….

 Τι συμβαίνει;

- Δεν ξέρω, μια στιγμή  να δω  με το μαγικό μου κιάλι, τι γίνεται.

- Μα που το έβαλα, δεν το βρίσκω πουθενά.

- Έλα πάρε τα δικά μου κιάλια και δες..

-Πω πω ! είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει! Είπε ο ΑΊ Βασίλης μόλις κοίταξε. Όπου και να έβλεπε όλοι τσακώνονταν….

-Κάτι έχουν πάθει όλοι εκεί κάτω. Δεν είναι τυχαίο αυτό που συμβαίνει.

-        Εγώ ξέρω τι συμβαίνει , είπε ένα ποντικάκι.

-        Δηλαδή τι ξέρεις;

-        Είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τα αφτιά μου τους καλικατζαραίους να γελάνε με την μεγάλη επιτυχία της φετινής τους σκανταλιάς!

-        Δηλαδή όλο αυτό είναι δικό τους κατόρθωμα;

-        Ναι , είπε το ποντικάκι και τους εξήγησε τι ακριβώς έχει συμβεί.

-        Τότε υπάρχει λύση, είπε ο Αι Βασίλης.

-        Εσύ ποντικάκι μπορείς να μου επιστρέψεις το μαγικό μου κιάλι από το σπίτι της μάγισσας;

-        Όχι παππούλη , μην με στέλνεις εκεί γιατί θα με αρπάξει ο γάτος της και θα με κάνει μια χαψιά. Μπορώ όμως να ειδοποιήσω τη φίλη μου την καρακάξα. Να απασχολήσω εγώ το κοράκι κι εκείνη να μπει απ το σπασμένο τζάμι της καλύβας και να αρπάξει το κιάλι.

Πράγμα που έγινε κι έτσι ο Αι Βασίλης πήρε πίσω το μαγικό του κιάλι. Μετά πήγε κι έφερε ένα όμορφο χριστουγεννιάτικο κουτάκι που είχε μια άσπρη  γυαλιστερή σκόνη , σαν ζάχαρη.

-Εσύ καλή μου νεράιδα , κάλεσε τις αδερφές σου και φτιάξτε μικρά κεκάκια για όλους. Μέσα στα κεκάκια θα βάλετε  αυτή τη μαγική σκόνη που λέγεται ΑΓΑΠΗ ( για να λύσει τα μάγια της Μπλιμπλίνας ) κι   ένα σημείωμα που θα σας δώσω , θα τα στολίσετε με 4 χρωματιστά μαγικά  κουφετάκια και θα τα μοιράσετε σε όλους.

Κι έτσι έγινε. Οι νεράιδες έφτιαξαν τα κεκάκια κι έβαλαν μέσα το σημείωμα που έλεγε:

 

Αγαπημένοι μου,

Επειδή φέτος όλοι τσακώνονται με όλους, αποφάσισα να μην έρθω.

Αυτό το κεκάκι, είναι το δώρο μου . Περιέχει τη μαγική σκόνη της αγάπης!

Και τα κουφετάκια θα σας βοηθήσουν να θυμηθείτε και να χρησιμοποιείτε ξανά τις μαγικές λέξεις που πρέπει  να λέμε για να γίνει ο κόσμος πιο όμορφος:

( Κόκκινο)ΣΥΓΓΝΩΜΗ,

(Πράσινο)ΠΑΡΑΚΑΛΩ ,

(μπλε) ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,

( κίτρινο)ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΙΛΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ !

Όταν θυμηθείτε να τις ξαναχρησιμοποιήσετε σωστά  και γίνετε όλοι καλύτεροι, ίσως το ξανασκεφτώ.

Με αγάπη

 ΑΊ Βασίλης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Κι όλα έγιναν όπως είπε ο Αι Βασίλης.

Οι άνθρωποι, τα παιδιά, τα ξωτικά, τα στολίδια, οι τάρανδοι, οι αρκούδες, οι χιονονιφάδες, τα ψάρια, τα πουλιά, οι αρκούδες , τα παπάκια, τα ζώα στο δάσος, οι πεταλούδες, τα λουλούδια, τα φρούτα, τα σύννεφα, τα αστεράκια ,όλα μα όλα τα πλάσματα της γης που πριν λίγο τσακωνόταν με την παραμικρή αιτία,

κατάλαβαν το λάθος τους , ζήτησαν συγγνώμη κι έγιναν φίλοι ξανά.

ΚΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ!!!

 Η μάγισσα Μπλιμπλίνα πήγε να σκάσει απ το κακό της. Πήρε τη σκούπα της, τη γάτα, το κοράκι της κι έφυγε σε άλλο πλανήτη.

Όσο για τους καλικατζαραίους, γύρισαν πίσω στα έγκατα της γης με το κεφάλι κατεβασμένο και με  μια μούρη ξινισμένη. Πάλι δεν τα κατάφεραν . Πάλι ο Αι Βασίλης τους χάλασε τα σχέδια!

 

Μετά απ αυτό κι αφού βεβαιώθηκε για την αλλαγή  όλων προς το καλό,  ( άρα λύθηκαν τα μάγια της φοβερής Μπλιμπλίνας)  ο Άγιος Βασίλης, αποφάσισε να έρθει και φέτος, όπως κάθε χρόνο!

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

 


 

ΧΙΟΣ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΣΤΙΧΑΣ, 

ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ



Έχεις κοιτάξει ποτέ τα σύννεφα στον ουρανό την ώρα που δύει ο ήλιος; Ε λοιπόν αυτά τα σύννεφα είναι διαφορετικά. Δεν είναι ούτε άσπρα, ούτε γκρί.  Αυτά τα σύννεφα έχουν χρώμα ροζμωβουλί( δηλ . έχουν ένα μαγικό χρώμα ροζ και μωβ μαζί). Σ΄αυτά λοιπόν τα ξεχωριστά σύννεφα ζουν κάποια ξεχωριστά πλάσματα οι Αγγελούδες…


Οι Αγγελούδες είναι πολύ όμορφες κοπέλες , που φορούν πλούσια μακριά φορέματα με απαλά χρώματα, έχουν μακριά μαλλιά και στα μαλλιά τους φορούν ένα πέπλο που στερεώνεται στο κεφάλι τους σε ένα στεφάνι από μικρά πουπουλένια  σύννεφα. 

Οι Αγγελούδες είναι πολύ φίλες με τις γνωστές μας νεράϊδες και ξέρεις γιατί; Γιατί τα δικά τους ροζμωβουλί σύννεφα και μόνο αυτά βρέχουν και γεμίζουν τα ποτάμια, τα λίμνες και τη θάλασσα, εκεί όπου χορεύουν και παίρνουν το μπάνιο τους οι νεράϊδες. Και απ΄αυτό το μαγικό νερό παίρνουν τις μαγικές τους δυνάμεις και μπορούν να πετάνε και να πραγματοποιούν τις ευχές μας.

Μια μέρα λοιπόν, καθώς  οι Αγγελούδες περνούσαν με τα σύννεφά τους πάνω από τη θάλασσα του Αιγαίου Πελάγους, έβλεπαν και θαύμαζαν το χρυσάφι που άπλωνε ο ήλιος στο πέρασμά του. Φως στα άσπρα νησάκια, χρυσάφι στη θάλασσα!

-Αχ! Πόσο θάθελα να είχα ένα νησί δικό μου, κατάδικό μου, είπε η Αγγελίνα, η πιο μικρή από τις Αγγελούδες. Η Αγγελίνα είναι πολύ όμορφη. Έχει μεγάλα πράσινα μάτια , μακριά καστανά μαλλιά και φορά ένα γαλαζοπράσινο φόρεμα που κάτω κάτω έχει μια σειρά από απαλά λευκά συννεφάκια.

-Και γιατί δεν φτιάχνεις ένα; Τα είπε μια από τις αδερφές της.

-ΜΜΜ…, μ΄αρέσει πολύ αυτή η ιδέα, είπε η Αγγελίνα και βάλθηκε να συγκεντρώνει πηλό και να τον πλάθει με τα χέρια της για να του δώσει ένα σχήμα που θα της άρεσε.

Κι όταν τελικά έμεινε ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα της δουλειάς της, είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο κομμάτι γης, που είχε ψηλές κορφές ( βουνά) και χαμηλά ίσια μέρη ( πεδιάδες). Το έβαλε μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στα άλλα νησάκια και το καμάρωνε. Επιτέλους είχε το δικό της νησί. Ήταν πολύ περήφανη και χαρούμενη γι αυτό.

Τότε κάλεσε τις αδελφές της για να το δουν.

-Και πως θα το λέμε αυτό το ωραίο νησί σου; Ρώτησε μία από τις αδελφές της .

 -Εεεε…... Δεν ξέρω , αυτό δεν το σκέφτηκα.

-Να το λέμε Αγγελονήσι, γιατί το δημιούργησε μια Αγγελούδα, είπε μία.

-Ομορφονήσι, γιατί είναι πολύ όμορφο.

-Πηλονήσι, γιατί είναι φτιαγμένο από πηλό.

-Χι, γιατί μοιάζει με το γράμμα χι.

-Ναι , αλλά τα γύρω του νησάκια έχουν ονόματα που τελειώνουν σε ος δηλαδή  Σάμος, Ρόδος, Λέσβος, Λήμνος, Θάσος, Τήνος, Μύκονος, Πάρος, Νάξος κλπ.

-Τότε να το πούμε Χίος, είπε η Αγγελίνα! Έτσι λοιπόν η μικρή αγγελούδα έφτιαξε το δικό της νησί και του έδωσε το όνομα Χίος.

Σε λίγες μέρες η Αγγελίνα , που είχε τα γεννέθλιά της, κάλεσε όλες τις αδελφές της και τις φίλες της τις νεράιδες να γιορτάσουν όλες μαζί πάνω στο νησί της.

Κι όπως συνηθίζεται στα γενέθλια κάθε μια που ερχόταν στο νησί έφερε και από ένα πολύτιμο δώρο.

Άλλη έφερε πορτοκαλιές, άλλη λεμονιές, άλλη μανταρινιές, άλλη συκιές, άλλη αμυγδαλιές, άλλη ροδιές, άλλη τσικουδιές, άλλη κερασιές, άλλη πεύκα,            

 άλλη σπόρους για λαχανικά, άλλη σπόρους για δημητριακά, άλλη έφερε σπόρους για αγριολούλουδα,   

κι η πιο μικρή έφερε σπόρους από ένα σπάνιο λουλούδι τη λαλάδα ( που μόνο σ΄αυτό το νησί θα την έδινε)


 άλλη έφερε πεταλούδες ,

 μέλισσες, πασχαλίτσες κι άλλα έντομα, άλλη έφερε μικρά  άγρια ζωάκια ( λαγούς, χελώνες , ποντίκια, αλεπούδες, λύκους),

 άλλη έφερε μικρά ήμερα ζώα ( γάτες, σκύλους, κουνέλια, πάπιες, χήνες, κότες, κοκόρια, πρόβατα , κατσίκια), άλλη έφερε μεγάλα ήμερα ζώα ( αγελάδες, άλογα, γαϊδούρια), άλλη έφερε πουλιά ( αετούς, πέρδικες, περιστέρια, κουκουβάγιες, κοράκια, τρυγόνια, τσίχλες, γλάρους)


 άλλη έφερε βότσαλα…..ναι βότσαλα στρογγυλά,( άλλα μαύρα, άλλα άσπρα, άλλα γκρι, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα….) και άμμο.     

Και ξαφνικά φύσηξε αέρας κι ένα κύμα σταλμένο από τη θάλασσα, όρμησε και πήρε τις πέτρες και την άμμο και μ΄αυτά τα υλικά στόλισε τις παραλίες του νησιού.  

Σ΄άλλη παραλία, έβαλε τα μαύρα βότσαλα, σ’ άλλη τα άσπρα, σ΄άλλη τα γκρι κι όσα της περίσσεψαν τα  έβαλε  ανακατεμένα σε κάποιες παραλίες.

Μα και την άμμο δεν την ξέχασε… Πασπάλισε μ΄αυτή μερικές παραλίες που από τότε χρυσίζουν κάτω από τον ήλιο


Εν τω μεταξύ ενώ οι καλεσμένες της είχαν σηκώσει τα μανίκια κι είχαν αρχίσει να φυτεύουν τα δένδρα, τα φυτά και τα λουλούδια που έφεραν, κατέφθασε τελευταία κι αργοπορημένη η πιο όμορφη νεράιδα απ΄όλες κι έφερε σκίνα.

-Ουφ, ευτυχώς σας πρόλαβα. Ξέρετε τα είχατε πάρει όλα και δυσκολεύτηκα πολύ να βρω κι εγώ ένα δώρο να φέρω. Αφήστε μου λοιπόν και μένα λίγο χώρο να φυτέψω τα δεντράκια που έφερα.

-΄Ελα εδώ προς τα νότια του νησιού έχει αρκετό χώρο!

Έτσι μπήκε κι η αργοπορημένη νεράιδα στη δουλειά και μέχρι το βράδυ το νησί της Αγγελίνας είχε αλλάξει όψη.

Μετά οι Αγγελούδες έριξαν την μαγική τους βροχή,


 από κείνα τα ροζμωβουλιά τους σύννεφα και γέμισαν τις πηγές και τα ποτάμια με νεράκι, πότισαν τα φυτά, τα δέντρα  και τα λουλούδια που φούντωσαν κι έκαναν το νησί να μοιάζει με μικρό παράδεισο .      


Είχε όμορφες παραλίες  με βότσαλα ή άμμο ή κι από τα δυο. Είχε δάση, όπου ανάμεσα στα δέντρα έτρεχαν ζώα και κελαηδούσαν πουλιά. Είχε χωράφια με δέντρα , φυτά , λουλούδια και ήρεμα ζώα να βόσκουν στην πρασινάδα.

-Είναι πολύ όμορφο το νησί σου Αγγελίνα, αλλά του λείπει κάτι, είπε μια μικρή σειρήνα που ώρες τώρα κολυμπούσε γύρω από το νησί, παρατηρώντας τις εργατικές νεράιδες φίλες της. Του λείπει μια επιγραφή που θα γράφει το όνομά του. Κι αυτό θα το αναλάβω εγώ. Θα είναι το δικό μου δώρο για τα γενέθλια σου, είπε και χάθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας.

 

Αφού ταξίδεψε μέρες πολλές, έφτασε στην άκρη του κόσμου κι εκεί συνάντησε το ουράνιο τόξο, που εκείνη τη στιγμή, ξεκουραζόταν καθαρίζοντας τα πινέλα του.


 

-Καλώς τη μικρή μου φίλη, της είπε. Συμβαίνει κάτι σοβαρό που σ΄έφερε στα μέρη μου;

-χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου, του είπε. Και με λίγα λόγια του εξήγησε την ιστορία, όπως ακριβώς εμείς την γνωρίζουμε και τι ακριβώς βοήθεια ήθελε από κείνο. Ότι δηλ. ήθελε να της φτιάξει μια τεράάάάάστια επιγραφή, όπου θα χρησιμοποιούσε όλα του τα χρώματα και μ΄όλη του της τέχνη θα έγραφε τη λέξη ΧΙΟΣ για να την βάλουν στο λιμάνι του νησιού της Αγγελίνας.

-με μεγάλη μου χαρά να  ετοιμάσω  αυτό το δώρο για την Αγγελίνα, αλλά πώς θα της το στείλω;

-Ετοίμασέ το εσύ, βάλε το προσεκτικά σ΄ένα μεγάλο  μπουκάλι, καπάκωσέ το πολύ καλά και ρίξτο στη θάλασσα. Κι εκείνη θα αναλάβει να το παραδώσει ,όταν έρθει η ώρα ,εκεί που πρέπει.

Έτσι κι έινε….

         Χ Ι Ο ΣΤο ουράνιο τόξο, δημιούργησε την πολύχρωμη επιγραφή πάνω σε ένα κομμάτι δέρμα με την λέξη ΧΙΟΣ, την έβαλε σ΄ένα μπουκάλι, το έκλεισε πολύ καλά και το έριξε στη θάλασσα. Κι εκείνη το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της για να το πάει στον προορισμό του. Πριν το παραδώσει όμως η μικρή σειρήνα το άνοιξε κι έβαλε κι εκείνη κάτι μέσα        .

 

 

 

 

                       ……………………………………………………………

 

 

Στο μεταξύ πίσω στο νησί η Αγγελίνα ήταν πολύ χαρούμενη

-Είναι το πιο όμορφο δώρο που μου έκαναν ποτέ στα γενέθλια μου, φώναξε η Αγγέλα. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ, είπε κι αγκάλιαζε μια μια τις φίλες της, την ώρα που τις αποχαιρετούσε.

Κι από τότε πού την έχανες, πού την εύρισκες, η Αγγελίνα έκανε βόλτες πάνω στο όμορφο νησί της. 


Κάποια μέρα όμως, που είχε κατέβει πάλι από το σύννεφό της , καθώς περπατούσε ένοιωσε ξαφνικά πως κάτι έλειπε. Ένοιωσε μια θλίψη και μια….μοναξιά. Σκέφθηκε πως είναι άδικο ένα τέτοιο όμορφο νησί να μην έχει χαρούμενα παιδιά να τρέχουν, να παίζουν και να το χαίρονται. 

Ακούμπησε λοιπόν λυπημένη στον κορμό ενός σκίνου κι άρχισε να κλαίει. Κι όπως τα δάκρυά της έσταζαν πάνω στο δεντράκι, άρχισε κι αυτό να κλαίει μαζί της και μαζί μ΄αυτό όλα τα σκίνα της περιοχής. 

 Κι όταν το δάκρυ τους στέγνωσε , έγινε διάφανο και λαμπερό σαν διαμάντι και σκορπούσε γύρω του ένα υπέροχο , μεθυστικό, διαφορετικό άρωμα.

Την άλλη μέρα ο καιρός χάλασε. Ο αέρας λυσσομανούσε και σήκωνε πελώρια κύματα στην θάλασσα. Σε ένα μικρό ξύλινο πλοίο με κουπιά και πανιά, ταξίδευε μια οικογένεια, που έφευγαν από τη χώρα τους για να γλυτώσουν από τον πόλεμο.

Κι όταν βρέθηκαν μέσα στην φουρτούνα φοβήθηκαν πολύ. Αλλά πήραν μεγάλη χαρά όταν είδαν μπροστά τους ένα νησί που θα ήταν η σωτηρία τους.  Μπήκαν λοιπόν σε μια βάρκα και κάνοντας κουπί βγήκαν στην ακτή.

Όταν συνήλθαν έκαναν μια βόλτα στο άγνωστο νησί .

-Είναι πολύ ωραίο αυτό το νησί, είπε ο πατέρας.

-Κι έχει όλα όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, είπε η μητέρα.

-Άραγε πως το λένε αυτό το νησί που δεν το είχε ο χάρτης μας; Αναρωτήθηκε ο πατέρας.

Εκείνη τη στιγμή, ένα δυνατό κύμα έβγαλε ένα μπουκάλι στην ακτή.

-Πατέρα κάτι έχει μέσα αυτό το μπουκάλι, να το ανοίξω; Είπε το αγόρι.

-Ναι παιδί μου, αλλά πολύ προσεκτικά.

Κι ανοίγοντας το μπουκάλι βρήκαν δύο πράγματα. (Μπορείτε να φανταστείτε και να ζωγραφίσετε τι μπορεί να βρήκαν;)

Ακριβώς βρήκαν την πολύχρωμη επιγραφή με την λέξη ΧΙΟΣ κι ένα σημείωμα από την μικρή σειρήνα που έγραφε:

-Αγαπητοί άνθρωποι, είστε οι πρώτοι που έρχεστε σ΄αυτό το νησί και θέλω να σας πληροφορήσω ότι το νησί αυτό λέγεται……

-‘ Ελα πατέρα, μην σταματάς πώς λέγεται το νησί;

-Δεν γράφει κάτι άλλο…., ‘ίσως στο άλλο κομμάτι που είναι φτιαγμένο από δέρμα, είπε ο πατέρας και ξετύλιξε την επιγραφή διαβάζοντας ΧΙΟΣ. ΄Ετσι λοιπόν λένε το νησί μας …..ΧΙΟΣ

-Ωραίο ακούγεται, είπε η μητέρα.΄

 -Πολύ θα μου άρεσε να μέναμε εδώ είπε ο γιος της οικογένειας.

-Και γιατί δεν μένουμε; , είπε το κορίτσι.

Τόπαν και τόκαναν. Έφτιαξαν κι ένα σπίτι με τι ωραίες κοκκινωπές πέτρες που βρήκαν στα βουνά και μετά ο πατέρας έφυγε με το πλοίο για να ειδοποιήσει κι άλλους να έρθουν να μείνουν μαζί τους στο όμορφο νησί.

Και πραγματικά σε λίγο  καιρό ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι.

Κι έφτιαξαν κι αυτοί σπίτια σπουδαία, αρχοντικά .

Και στόλισαν τις αυλές τους με όμορφα βοτσαλωτά σχέδια και μαρμάρινες στέρνες με ψάρια και νούφαρα και με τα μαγκανοπήγαδα πότιζαν τα χωράφια που τα καλλιεργούσαν και τους έδιναν πλουσιοπάροχα τους καρπούς τους για να ζήσουν.

Κι  από τα ζώα έπαιρναν το γάλα κι έφτιαχναν γιαούρτι και τυρί.

Και χρησιμοποιούσαν τα άλογα και τα γαϊδούρια για να μετακινούνται και να μετακινούν τα προϊόντα τους.

Κι έφτιαξαν βάρκες και καΐκια για να ψαρεύουν. Κι η θάλασσα γύρω από το νησί τους χάριζε πλούσιες ψαριές για να ζήσουν.


Τα λεμόνια , τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια του νησιού, ήταν εξαιρετικά  κι ήταν περιζήτητα ( μην ξεχνάμε πως τα φύτεψαν νεράιδες και Αγγελούδες) ,γι αυτό έφτιαξαν πλοία μεγάλα και δυνατά και μ΄αυτά ταξίδευαν σ΄όλη τη γη και πουλούσαν τα προϊόντα τους.

Κι έτσι έγιναν πλούσιοι και περνούσαν αυτοί καλά κι η Αγγελίνα, που τους καμάρωνε από το ροζμωβουλί σύννεφό της, καλύτερα.

Κι έστηναν γλέντια και χορούς και χόρευαν με τα δικά τους χιώτικα τραγούδια (θέλεις να τα μάθουμε και να τα χορέψουμε κι εμείς); . και γεννούσαν παιδιά και γινόταν όλο και πιο πολλοί.

 

Και τα παιδιά μεγάλωναν παίζοντας παιχνίδια ( θέλετε να παίξουμε τέτοια παιχνίδια κι εμείς;)

          Κι οι εποχές άλλαζαν φέρνοντας κάθε μια τα δικά της έθιμα ( τα χριστούγεννα με τα γλυκά , την πρωτοχρονιά με τα χιώτικα κάλαντα , τα παινέματα, τις απόκριες με το έθιμο του Αγά και την Μόστρα,  την άνοιξη με τα χελιδονίσματα, το Πάσχα με τον Λάζαρο και τον ρουκετοπόλεμο για να τους θυμίζει πως έφυγαν από την πατρίδα τους γιατί είχε αληθινό πόλεμο….., αλήθεια θέλεις να τα κάνουμε κι εμείς όλα αυτά;)

                                                        

Μέχρι που μια μέρα μια κακομούτσουνη, κακάσχημη, καμπούρα μάγισσα, η Μοχθηρή ( αυτό ήταν το μικρό της όνομα) Σεισμοτρομάρα ( το επίθετο), που ζούσε στα βάθη της γης, έτυχε ν΄ακούσει από τους καλικάτζαρους,  που κάθε Χριστούγεννα ανεβαίνουν πάνω στη γη και πειράζουν τους ανθρώπους, για το νησί της Αγγελίνας και ζήλεψε πολύ.

Αποφάσισε να το καταστρέψει γιατί κανείς δεν έπρεπε να χαίρεται ζώντας σ΄ένα όμορφο νησί , ενώ εκείνη ζούσε στα σκοτάδια της γης, επειδή φοβόταν το φως του ήλιου.

΄Ετσι λοιπόν άρχισε να βγάζει φωτιά και λάβα από το στόμα της και να κουνά πέρα – δώθε το νησί σαν λυσσασμένη. Κι ό,τι είχαν χτίσει οι άνθρωποι μέσα σε λίγα λεπτά, γκρεμίστηκε. Κι έτριβε τα χέρια της από την χαρά της, όταν είδε την καταστροφή που προκάλεσε . ( αλήθεια σας θυμίζει κάτι αυτό το γεγονός;)

Η Αγγελίνα στην αρχή τρόμαξε πολύ, όπως κι οι κάτοικοι του νησιού της. Μετά όμως ζήτησε τη βοήθεια του φίλου της του ήλιου, που γρήγορα έστειλε τις ακτίνες του και πριν προλάβει να κρυφτεί στα βάθη της γης, έπιασαν την Μοχθηρή Σεισμοτρομάρα και την έκλεισαν  σε μια φωτεινή φυλακή κάπου μακριά. Η φυλακή αυτή έχει  γύρω- γύρω κάγκελα από φως, που εκείνη φοβάται πολύ ν΄αγγίξει για να μην καεί κι αλλοίμονο μας, αν ποτέ κατορθώσει και δραπετεύσει από κει.

Κι έτσι οι άνθρωποι πάνω στο νησί ξεκίνησαν κι έφτιαξαν από την αρχή πιο γερά κι ακόμα πιο όμορφα τα νέα τους κτίρια.

Κι έφτιαξαν  νέες πόλεις και χωριά με  σπίτια που τα στόλισαν με γεωμετρικά σχέδια σε άσπρο και μαύρο.

Κι έχτισαν νερόμυλους για να αλέθουν το σιτάρι τους και να φτιάχνουν ψωμί.

Κι έφτιαξαν κάστρα και καστροχώρια για  να προφυλάσσονται από τους πειρατές που συχνά έβγαιναν στο νησί και λήστευαν και σκότωναν.

Κι έφτιαξαν βίγλες- φυλάκια σε όλο το νησί με φύλακες, που άγρυπνοι παρακολουθούσαν με τα κιάλια τους κι ειδοποιούσαν τους κατοίκους, αν κάποιο πειρατικό πλοίο πλησίαζε.


Κι έτσι οι κάτοικοι ετοιμάζονταν, τους αντιμετώπιζαν και τους έδιωχναν. 

Κι η ζωή κυλούσε σαν το νεράκι….

Μια μέρα ένας αγρότης πρόσεξε ότι οι σκίνοι του νησιού  ήταν …..διαφορετικοί.  Κι ότι από τον κορμό τους έτρεχε δάκρυ διαμαντένιο. Κάλεσε λοιπόν και τους άλλους κατοίκους του νησιού για να συζητήσουν τι θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό το δάκρυ και πώς θα έλεγαν αυτό τον σκίνο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί κανείς απ΄αυτούς ,παρόλο που είχαν ταξιδέψει σε όλη τη γη ( και ήταν λογικό γιατί τα άλλα σκίνα δεν τα φύτεψαν νεράιδες….). Ναι σκίνα υπήρχαν κι αλλού, αλλά δεν….δάκρυζαν.

-Να το πούμε διαμαντένιο δάκρυ, αυτό το δέντρο, είπε κάποιος.

-Αυτό το δέντρο είναι η τύχη μας , είπε κάποιος άλλος, γιατί ήταν στην τύχη μας , μόνο  εμείς να έχουμε τέτοιο δέντρο.

-Πώς θα σας φαινόταν να αλλάξουμε τη σειρά των λέξεων και να βγει μια νέα λέξη που θα χαρακτηρίζει αυτό το δέντρο και το ιδιαίτερο προϊόν του;

-Δηλαδή;

-Εμπρός παιδιά βοηθείστε, πώς  νομίζετε πως θα το λένε;

-ΜΑΣΤΙΧΙ , ακριβώς!

-Καλό ακούγεται, είπαν κι έφεραν επιστήμονες για να μάθουν τι θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό το υλικό.

Κι οι επιστήμονες έφτιαξαν ένα σωρό φάρμακα μ΄αυτό.

Κι οι νοικοκυρές ένα σωρό υπέροχα γλυκά και ποτά.

 


 

Και σιγά- σιγά το μαστίχι έγινε ξακουστό σ΄όλο τον κόσμο κι έκανε και το νησί γνωστό σ΄όλο τον κόσμο.

Κι η Αγγελίνα που τάβλεπε όλα αυτά από το σύννεφό της, καμάρωνε  κι ήταν πολύ περήφανη για το νησί της.

Και κάποια μαύρη μέρα μεγάλη φωτιά έκαψε το μεγάλο δάσος του νησιού. Οι άνθρωποι προσπάθησαν να το σώσουν , αλλά δεν τα κατάφεραν..

 

 Η Αγγελίνα ήταν πολύ λυπημένη, αλλά τότε σκέφτηκε και ζήτησε τη βοήθεια των αδελφών της, που έστειλαν στο νησί καινούρια δέντρα. Οι άνθρωποι με χαρά τα φύτεψαν κι οι αγγελούδες τα πότισαν με το μαγικό νερό απ΄τα ροζμωβουλί τους σύννεφα. Και σε λίγο καιρό το δάσος ξαναφούντωσε κι έδωσε πάλι τις ομορφιές του στους κατοίκους του νησιού. Κι οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι  έπρεπε να προσέχουν καλύτερα το πολύτιμο δάσος τους για να μην ξανακαεί.


Πολλές φορές  άνθρωποι κακοί ζήλεψαν κι ήρθαν με τα όπλα να κατακτήσουν το όμορφο νησί.

 Κάποιοι τα κατάφεραν, όπως παλαιότερα τα είχαν καταφέρει και κάποιοι πειρατές, αλλά μετά οι κάτοικοι του νησιού, τους έδιωξαν και συνέχισαν να ζουν μέχρι σήμερα χαρούμενοι κι ελεύθεροι να απολαμβάνουν όλες τις ομορφιές του νησιού της Αγγελίνας.

Κι έτσι ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτό το νησί στη θάλασσα του Αιγαίου Πελάγους, που λούζεται στο φως του ήλιου και σκορπίζει γύρω του έντονα τα αρώματα της μαστίχας και των λεμονοπορτοκαλομαντερινιών του.

Και σ΄αυτό το υπέροχο νησί, μένουμε σήμερα εμείς και χαιρόμαστε τις πολλές ομορφιές του.

Τι λέτε , θέλετε να γίνουμε εξερευνητές και να γνωρίσουμε τον τόπο μας, το νησί της Αγγελίνας;, το νησί της μαστίχας!

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...