ΝΤΙΦΕ
ΕΝΑ ...ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΑΚΙ
( εικόνα - ζωγραφική Μπάμπης Κοιλιάρης)
Πριν πολλά πολλά χρόνια οι καλικάντζαροι, (ξέρετε αυτοί με τα μαύρα που έχουν μακριά ουρίτσα , μυτερά αυτάκια, μακριά βρώμικα νύχια και κιτρινισμένα δόντια- γιατί δεν τα πλένουν ποτέ- και μουτζούρες στο πρόσωπο κι όλα αυτά για μη ξεχωρίζουν τις νύχτες που κάνουν τις ζαβολιές τους) ξεκίνησαν από τη χώρα τους που είναι βαθιά μέσα στη γη κι όλο το χρόνο άλλη δουλειά δεν κάνουν απ το να πριονίζουν το δέντρο της γης, αλλά ποτέ δεν καταφέρνουν να το κόψουν, Κι αυτό γιατί παραμονή των Χριστουγέννων το παρατάνε κι ανεβαίνουν πάνω στη γη για να κάνουν τις αστείες ζημιές τους και να γελάνε .
Όμως δεν είναι όλοι έτσι.
Υπάρχει ένα μικρό καλικατζαράκι που είναι η ντροπή της
ομάδας των καλικαντζαρέων , γι αυτό κι οι γονείς του , το είχαν κρυμμένο για να
το προστατεύουν.
Αυτό λοιπόν ήταν όμορφο με ροδαλά μαγουλάκια, με ξανθά μαλάκια και γαλάζια ματάκια. Κι ήταν αδύνατο να φορέσει μαύρα ρούχα γιατί το έπιανε φαγούρα κι αν έβαζε μουτζούρες στο πρόσωπό του, γέμιζε κόκκινα σπυράκια κι ανέβαζε πυρετό. Ενώ όταν έβαζε πολύχρωμα ρουχάκια , έλαμπε κι ήταν μια χαρά.
Άσε το άλλο, δεν ήθελε με τίποτα να πάει και να πριονίσει
το δέντρο της γης με τα άλλα καλικαντζαράκια και να μάθει αυτή την τέχνη.
Εκείνο ήθελε να ονειρεύεται, να φτιάχνει με το μυαλό του
όμορφες ιστορίες, να τραγουδάει, να χορεύει ,και το χειρότερο όλων, να βοηθάει
όποιον είχε ανάγκη.
Τσ τσ τσ , άκου πράγματα... που ξανακούστηκε
καλικαντζαράκι να θέλει να βοηθάει... ντροπή!
Οι γονείς του το αγαπούσαν πολύ κι ας ήταν τόσο
διαφορετικός και ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των καλικατζάρων.
Εκείνη τη χρονιά λοιπόν ήρθε μήνυμα στην οικογένεια ότι ο
μικρός, θα έπρεπε να ακολουθήσει την ομάδα που θα ανέβαινε πάνω στη γη, ώστε να
εκπαιδευτεί και να μάθει να σκαρώνει πονηριές.
Ο μικρός ήταν πολύ χαρούμενος, ενώ οι γονείς του κόντευαν
ν αρρωστήσουν. Δεν μπορούσαν να μην υπακούσουν στην εντολή του αρχικαλικάντζαρου.
Έτσι τον ετοίμασαν και τον πήγαν εκεί που συγκεντρώθηκε η
ομάδα για να ξεκινήσει το ταξίδι προς την επιφάνεια της γης.
Μόλις έφτασε εκεί ο μικρός Ντίφε και τον είδαν οι άλλοι ντυμένο μ΄ένα πράσινο παντελόνι, κόκκινο μπλουζάκι και κίτρινο σκουφί , έγινε χαμός από τα χαχανητά. Τι ήταν τούτο; Πολλοί κυλιόταν κάτω από τα γέλια. Μόνο ο αρχικαλικάντζαρος θύμωσε με την εμφάνισή του, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να τον στείλει ν αλλάξει, έπρεπε να φύγουν αμέσως.
Κι αφού είπαν το τραγούδι, και χόρεψαν έτσι όπως συνήθιζαν κάθε χρόνο....
Οι καλικάντζαροι,
Οι καλικάντζαροι
Πάνω στη γη ερχόμαστε
Και τα μεσάνυχτα,
Και τα μεσάνυχτα
Το χρόνο υποδεχόμαστε
Περπατάμε βαριά, Περπατάμε βαριά
Και πιάνω κάτω τρέχουμε
Και μια μεγάλη ουρά ,
Και μια μεγάλη ουρά
Και μαύρα αυτάκια έχουμε.
το ταξίδι προς τα πάνω ξεκίνησε.
Οι άλλοι
καλικάντζαροι, τον έβλεπαν, σκουντιόντουσαν μεταξύ του , τον κορόιδευαν και
γελούσαν.
-Καλέ , κοίτα τον, πώς είναι έτσι;
-Αυτός δεν είναι σοβαρός καλικάντζαρος,
-Πιο πολύ με κλόουν μοιάζει...
-Αυτός είναι πολύ καθαρός, ακόμα και τα δόντια του είναι
άσπρα...
-Ούτε καν μεγάλα
αυτάκια και ουρίτσα δεν έχει...
- Είναι ελαττωματικός!
Ο αρχηγός φυσούσε και ξεφυσούσε και δεν ήξερε τι να κάνει
με δαύτον.
Κι ο καημένος ο Ντίφε, έγινε κατακόκκινος και παρακαλούσε
ν ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
Κάποια στιγμή έφτασαν πάνω στη και κρύφτηκαν στην σπηλιά τους μέχρι να νυχτώσει για τα καλά.
-Εσύ, του είπε ο αρχικαλικάντζαρος που έτσι κι αλλιώς δεν τον ήθελε μαζί του, , θα κρυφτείς κάπου, να βλέπεις τι κάνουμε για να μαθαίνεις.
Κι όταν βράδιασε ξεχύθηκαν στην πολιτεία και πήραν όλα τα φωτάκια στα στολισμένα δέντρα.
Ο Ντίφε είδε έκπληκτος τι έκαναν οι άλλοι και μόλις τελείωσαν επέστρεψαν στη σπηλιά τους , έκρυψαν τα φωτάκια σ ένα τεράστιο μπαούλο κι έπεσαν να κοιμηθούν. Τότε εκείνος πατώντας στις μύτες των ποδιών του πήρε τα φωτάκια και τα έβαλε πάνω στα δέντρα και τα άναψε όπως πριν.
Όταν ο αρχηγός είδε την άλλη μέρα ότι έλειπαν τα φωτάκια
απ το μπαούλο, τράβαγε τα λίγα του μαλλιά.
-Μα τι έγινε εδώ;
-Ποιος ήρθε και πήρε τα φωτάκια;
-Μήπως κάποιος μας ακολούθησε; αναρωτιόταν. Όμως δεν είχε χρόνο ν ασχοληθεί μ αυτό τώρα. Έπρεπε να ξεκινήσουν για την επόμενη ζαβολιά. Έτσι η ζημιάρικη ομάδα μπήκε στα σπίτι κι έσπασε όλα τα μπαλόνια των παιδιών.
Κι αφού επέστρεψαν
χαχανίζοντας χαρούμενοι για τη ζημιά που είχαν κάνει κι έπεσαν να κοιμηθούν, ο
Ντίφε βγήκε πάλι κρυφά και φούσκωσε όσα
μπαλόνια βρήκε στο μαγαζί με τα παιχνίδια και τα πήγε στα σπίτι για να τα βρουν
τα παιδιά ξυπνώντας. Τον πόνεσε λίγο ο λαιμός του, αλλά χαλάλι.
Το άλλο βράδυ οι καλικάντζαροι πήγαν και χάλασαν όλους του χιονανθρώπους που είχαν φτιάξει τα παιδιά.
Κι όταν αυτοί
έπεσαν ικανοποιημένοι για ύπνο, ο Ντίφε πήγε και τους ξανάφτιαξε έναν έναν. Κι
επειδή δεν φορούσε γάντια, τα χέρια του πάγωσαν, αλλά σημασία είχε πως τα
κατάφερε και γέμισε η πόλη με μικρούς και μεγάλους χιονανθρώπους.
Το τέταρτο βράδυ οι αφιλότιμοι μπήκαν μέσα στα σπίτι κι έφαγαν όλα τα γλυκά που είχαν φτιάξει οι νοικοκυρές και στόλιζαν τις πιατέλες. Βαρυστομάχιασαν , αλλά όταν σκεφτόταν τι ζημιά είχαν κάνει, έκαναν τούμπες από τη χαρά τους. Κι ο Ντίφε, έφυγε κρυφά, σήκωσε τα μανίκια και μπήκε σ΄ ένα φούρνο. Πάνω σ ένα τοίχο ήταν οι συνταγές με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά κι ο φούρνος είχε όλα τα υλικά. Κουράστηκε πάρα πολύ , αλλά μέχρι το πρωί κατάφερε να γεμίσει πάλι τις πιατέλες με τα γλυκά.
Το πέμπτο βράδυ μπήκαν στα σπίτι και τα έκαναν άνω κάτω ,
αδειάζοντας παντού τα πούπουλα από τα μαξιλάρια. Μεγάλο γλέντι έκαναν πάλι με
τη νέα τους πονηριά. Μόνο που μετά ο φίλος μας ο Ντίφε είδε κι έπαθε να
συμμαζέψει και να βάλει σε τάξη το χάος που δημιούργησαν.
Το έκτο βράδυ πήγαν και γέμισαν με ζάχαρη τα γάλατα των παιδιών , ώστε μόλις το πιουν να χαλάσουν τα δοντάκια τους και να πονάνε..
Αλλά ο Ντίνφε δεν θα άφηνε ποτέ να συμβεί κάτι
τέτοιο. Πήγε και πέταξε τα ζαχαρογάλατα και τα αντικατέστησε με κανονικά κι
έτσι κανένα παιδάκι δεν θα πονούσε το δοντάκι χρονιάρες μέρες.
Το έβδομο βράδυ ήταν η σειρά των τριγώνων. Γιατί μ αυτά τα παιδιά του ξεκούφαναν την παραμονή των Χριστουγέννων. Δεν άντεχαν να το περάσουν ξανά και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι την ώρα που όλοι κοιμόταν ήσυχα στα σπίτια τους, όρμησαν και πήραν όλα τα μουσικά όργανα που βρήκαν, τριγωνάκια, τυμπανάκια, τραμπούκες...
Τα έκλεισαν στο μεγάλο μπαούλο στην σπηλιά τους κι έπεσαν
ευτυχισμένοι για ύπνο. Μόλις άκουσε το δυνατό ροχαλητό τους , Ο Ντίφε άνοιξε το
μπαούλο, πήρε όλα τα μουσικά όργανα και τα επέστρεψε εκεί που έπρεπε, ώστε να
πουν τα παιδιά τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και να μη χαθεί το έθιμο.
Το όγδοο βράδυ, δεν είχαν χρόνο να ελέγξουν αν τα τριγωνάκια ήταν στο μπαούλο γιατί έφυγαν βιαστικά για να μαζέψουν και να καταστρέψουν όλα τα ρόδια που θα έσπαγαν οι άνθρωποι στις πόρτες τους για γούρι την πρωτοχρονιά. Τα έσπασαν και πέταξαν τα σπόρια τους στους δρόμους.
Τι χαρά ήταν αυτή. Σκέψου πως όποιος πατούσε πάνω τους θα γλιστρούσε και θα έκανε μια θεαματική τούμπα. Και ποιος νομίζετε πως την έπαθε... Μάλιστα ο ίδιο ο άγιος Βασίλης.
Ο Ντίφε είχε πεταχτεί σε διπλανή πόλη για να κόψει και να
φέρει ρόδια , καθώς τα είχαν καταστρέψει όλα και την ώρα που γύριζε φορτωμένος,
βλέπει ένα κύριο με άσπρα γένια και κόκκινα γούνινα ρούχα να είναι ξαπλωμένος
φαρδύς πλατύς στο δρόμο. Γιατί καθώς κρατούσε ένα μεγάλο δώρο , δεν είδε τα
σπόρια των ροδιών , τα πάτησε γλίστρησε κι αντί για γούρι, του έφερε πόνο γιατί
πέφτοντας, χτύπησε. Ευτυχώς όχι πολύ σοβαρά, αλλά όσο νάναι μεγάλος σε ηλικία
άγιος είναι. Ο Ντίνφε τον βοήθησε να σηκωθεί και να καθαριστεί κι ο άγιος
Βασίλης του χάρισε ένα δωράκι. Μια ζωντανή νεραϊδούλα για να τον προσέχει. Τι
χαρά που πήρε ο Ντίνφε, που θα είχε μια φίλη να του κάνει παρέα , χωρίς να τον κοροϊδεύει...
‘Όταν το επόμενο βράδυ οι καλικάτζαροι κατάλαβαν ότι
έλειπαν τα τριγωνάκια και τα άλλα μουσικά όργανα γιατί τους ξεκούφαναν τα
παιδιά με τα κάλαντα και δεν τους άφησαν να κοιμηθούν, άρχισαν να
σκέφτονται ποιος μπορεί τους έκανε τη ζημιά και τα ξανάδωσε πίσω.
Όμως δεν είχαν χρόνο για να ψάξουν πολύ γιατί ετοίμαζαν
την μεγαλύτερη και καλύτερη ζαβολιά για φέτος, που θα μ αυτήν θα τελείωναν όλα
όσα είχαν σχεδιάσει να κάνουν. Θα ανακάτευαν τα δώρα. Ε ρε τι γέλια θα έκαναν
όταν τα παιδιά θα άνοιγαν τα δώρα που τους είχε φέρει ο Αι Βασίλης κι εύρισκαν
άλλα αντί γι αυτά που είχαν ζητήσει. Ξεχύθηκαν λοιπόν απ τη σπηλιά τους, μόλις
σκοτείνιασε κι άρχισαν να παίρνουν τα δώρα κάτω από τα δέντρα και στη θέση τους
να βάζουν άλλα.
Ο Ντίφε
παρακολουθούσε, αλλά αν δεν είχε τη
βοήθεια της μικρής νεραϊδούλας, δεν θα κατάφερνε ποτέ να βάλει τα σωστά δώρα
στη θέση τους.
Το τελευταίο βράδυ
που οι καλικάντζαροι θα έμεναν πάνω στη γη, δεν έβγαιναν να κάνουν ζαβολιές
μόνο έκαναν ένα μικρό γλέντι μέσα στη σπηλιά , όπου έφαγαν και ήπιαν μπόλικο
κρασί και κοιμήθηκαν, όλοι εκτός απ τον αρχικαλικάντζαρο που σχεδίαζε το ταξίδι
της επιστροφής στα βάθη της γης.
Η μικρή νεραϊδούλα,
βγήκε από την τσέπη που την είχε κρύψει ο Ντίνφε για να πετάξει και να
ξεμουδιάσει λίγο. Και τότε ένα μαυριδερό χέρι ...χραπ την άρπαξε απ το φτερό.
-Ει πρόσεξε θα μου χαλάσεις τα φτερά μου! Φώναξε εκείνη.
-Ώστε εσύ ήσουν που διόρθωνες όλες τις ζαβολιές που
κάναμε!
-Εγώ δε έκανα τίποτα, σας διαβεβαιώνω, είπε η νεραϊδούλα.
-Εγώ τα έκανα όλα, είπε με θάρρος ο Ντίφε για να σώσει τη
φίλη του.
-Σιγά μην τα έκανες εσύ, του είπε ο αρχηγός. Εσύ δεν
είσαι άξιος για τίποτα.
Με τη φασαρία ξύπνησαν κι οι άλλοι καλικάντζαροι.
-Πάρτε την και κλείστε την στο κλουβί, θα την πάρουμε μαζί μας, όταν επιστρέψουμε στα βάθη της γης.
-Αχ ΄οχι, δεν μπορώ να ζήσω εκεί. Εγώ χρειάζομαι καθαρό αέρα, ήλιο, τα δέντρα,
τα λουλούδια, τα πουλιά, τη λιμνούλα μου.
-Για τιμωρία , θα έρθεις μαζί μας, είπε χαχανίζοντας ο
αρχηγός. Ας ξεκινήσουν οι ετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Φέτος
θα πάρουμε μαζί μας κι ένα όμορφο λάφυρο για να παίζουν τα μικρά
καλικαντζαράκια. Ο χρόνος μας πάνω στη γη τελειώνει. Έρχονται τα Θεοφάνεια κι
εμείς πρέπει να εξαφανιστούμε.
-Μη στεναχωριέσαι , της είπε ο Ντίφε , ενώ εκείνη έκλαιγε
γοερά. Κάτι θα βρω να κάνω . Δεν θα σ αφήσω εκεί μέσα, ούτε θ αφήσω να σε
πάρουν στα βάθη της γης.
Όταν έπεσαν όλοι για ύπνο, ο μικρός χρωματιστός
καλικάντζαρος ήταν πολύ στεναχωρημένος. Αλλά όχι , δεν θα το έβαζε κάτω. Εδώ
έκανε τόσα άλλα πιο δύσκολα. Προσπάθησε να σπάσει το λουκέτο με τα χέρια του ( πέτρα δεν
μπορούσε να χρησιμοποιήσει γιατί με τη φασαρία θα ξυπνούσαν οι άλλοι
καλικάντζαροι που ροχάλιζαν καθώς κοιμόταν του καλού καιρού). Όμως το λουκέτο ήταν πολύ μεγάλο και
δυνατό. ΄Επρεπε να βρει ένα τρόπο να ελευθερώσει τη φίλη του. Τότε είδε
στην άκρη της σπηλιάς ένα ποντικάκι.
-Εγώ ζω εδώ κι έχω δει τι έχεις κάνει όλο αυτό καιρό (
του είπε αυτό σαν πλησίασε). Και μπράβο σου που δεν τους άφησες να καταστρέψουν
τα Χριστούγεννα. Γι αυτό σου προτείνω να σε βοηθήσω.
-Τι μπορεί να κάνει ένα τόσο μικρό ζωάκι ;
-Ένα τόσο μικρό ζωάκι που έχει όμως πολύ δυνατά δοντάκια
, του είπε. Κι άρχισε να ροκανίζει το λουκέτο με τα δοντάκια του. Πέρασε πολλή
ώρα, αλλά στο τέλος το μικρό ποντικάκι
κατάφερε κι έκοψε το μεγάλο και δυνατό λουκέτο. Άνοιξε η πόρτα απ το κλουβάκι
κι ελευθερώθηκε η μικρή νεραϊδούλα.
-Σ ευχαριστώ πολύ ποντικάκι!
-Πρέπει να φύγεις γρήγορα αγαπημένη μου φίλη, γιατί άμα
ξυπνήσουν αυτοί , κινδυνεύεις.
-Πριν φύγω , θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Θα σου δώσω ένα
φιλί, του είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
- Από τώρα και εξής, όταν θέλεις να γίνεις αόρατος θα λες
“ Νεραϊδούλα 123” και ‘οταν θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι θα λες “ Νεραϊδούλα321”.
Αυτά είπε η νεραϊδούλα και πέταξε μακριά.
- Σ ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου
φίλη!
Αν είμαι αόρατος δεν θα με δουν και
δεν θα με πάρουν μαζί τους στην καλικαντζαροχώρα, σκέφτηκε ο Ντίφε. Τι υπέροχο
δώρο είναι αυτό!
Πραγματικά την ώρα που έπρεπε να
ξεκινήσει η ομάδα για τα βάθη της γης, ο Ντίφε, είπε τα μαγικά λόγια και τσουπ
έγινε αόρατος. Και κανένας δεν θυμήθηκε να τον ψάξει. Όταν λοιπόν έφυγαν , είπε
τα άλλα μαγικά λόγια και τσουπ
παρουσιάστηκε κανονικά μπροστά στα έκπληκτα ματάκια του ποντικούλη.
Βγήκε απ τη σπηλιά κι από τότε είναι
πολύ χαρούμενος που ζει πάνω στη γη κι απολαμβάνει τον ήλιο, τον αέρα, τη
θάλασσα, τα λουλούδια, τα πουλιά και την παρέα με τους ανθρώπους. Γιατί όπως
καταλαβαίνετε πάνω στη γη, έκανε πολλούς πολλούς φίλους!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Λέξεις
από κ
1. Γρίφος:είναι μαύρα πονηρά
Βρώμικα , σιχαμεράμ
Βγαίνουνε στις σκοτεινιές
Κάνουν χίλιες ζαβολιές
2. Ποια ειναι η σωστή λέξη:
1)
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟς ΓΑΙΔΑΡΟΣ
2)
ΦΩΤΑΚΙΑ ΚΕΡΑΚΙΑ
3)
ΖΑΒΟΛΙΑ ΔΙΑΒΟΛΙΑ
4)
ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ
5)
ΔΟΝΤΑΚΙΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ
6)
ΠΟΥΠΟΥΛΑΚΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑΚΙΑ
7)
ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΑΣΠΑΝΘΡΩΠΟΙ
8)
ΟΡΓΑΝΑΚΙΑ ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ
9)
ΤΡΙΓΩΝΑΚΙΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑΚΙΑ
10)ΤΡΑΜΠΟΥΚΕΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΕΣ
11)ΤΥΜΠΑΝΑΚΙΑ ΚΑΣΤΑΝΑΚΙΑ
12)ΣΠΗΛΙΑ ΕΛΙΑ
13)ΡΟΔΙΑ ΠΟΔΙΑ
14)ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΓΙΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ
15)ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ ΓΑΤΟΥΛΑ
16)ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ
17)ΚΛΟΥΒΑΚΙ ΚΟΥΤΑΚΙ
18)ΦΙΛΟΥΣ ΜΥΛΟΥΣ
19)ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ
ΧΟΡΟΣ:
ΕΚΡΥΘΜΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑ
ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
ΡΗΓΑΣ ΚΕΧΑΓΙΑΣ ΚΑΝΑΡΗΣ ΚΕΡΑΜΑΡΗΣ