ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Ήταν παραμονές
πρωτοχρονιάς1
Στο χρυσό σύννεφο των
ονείρων που κατοικεί ο Αι Βασίλης, όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για την μεγάλη
αποστολή.
Τα δώρα ήταν έτοιμα
τυλιγμένα σε όμορφα πακέτα με χριστουγεννιάτικα χρωματιστά χαρτιά και χρυσούς
φιόγκους. Για άλλοι μια φορά τα ξωτικά,
οι βοηθοί του Αι Βασίλη , τα είχαν καταφέρει περίφημα. Δούλεψαν,
αγχώθηκαν, κουράστηκαν… αλά τα κατάφεραν!
Κι απόψε έπεσαν νωρίς για ύπνο. Έπρεπε να ξεκουραστούν για να είναι δυνατοί αύριο που θα φόρτωναν όλα αυτά τα δώρα στο έλκηθρο για να παραδοθούν στα παιδιά που τα ζήτησαν.
Κι οι τάρανδοι ήταν σχεδόν
έτοιμοι κι αυτοί. Έκαναν τις καθημερινές τους ασκήσεις γυμναστικής για είναι
γεροί και δυνατοί, ώστε να αντέξουν στο μεγάλο ταξίδι. Έπεσαν λοιπόν νωρίς κι
αυτοί για ύπνο για να σηκωθούν το πρωί και να ξεκινήσουν τις τελευταίες τους
ετοιμασίες. Δηλ να γυαλίσουν και να φορέσουν τα μαγικά τους κέρατα.
Ξέρετε βέβαια πως αυτά τα κέρατα κρέμονται
πάνω από τα κρεβάτια τους για να μην τα μπερδεύουν γιατί αν κάνουν λάθος και
φορέσουν κάποιου άλλου, δεν μπορούν να πετάξουν.
Α, να μην ξεχάσουν και το
μαγικό κουδουνάκι που κρέμεται στο λαιμό τους
κι όταν ταξιδεύουν χτυπάει κι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι έρχεται ο Αι
Βασίλης. Το κουδουνάκι έχει και μια άλλη χρησιμότητα, αν κάποιος τάρανδος χαθεί στην νύχτα η στην
ομίχλη, τότε οι άλλοι τον βρίσκουν από τον χτύπο του κουδουνιού του.
Ο Αι Βασίλης, αφού έκανε
έναν τελευταίο έλεγχο για να διαπιστώσει ότι όλα ήταν καλά κι όλες οι δουλειές
είχαν γίνει σωστά, πήγε κι εκείνος νωρίς για ύπνο .Είναι πια κι εκείνος πολύ
μεγάλος και πρέπει να κοιμηθεί για να
πάρει δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι που κάνει κάθε χρόνο, εδώ και πάρα
πολλά χρόνια.
Όλα λοιπόν ήταν ήσυχα στο
σπίτι του Αι Βασίλη και μόνο τα ξύλα ακούγονταν. που καίγονταν στο τζάκι, για
να είναι ζεστά.
Έξω οι χιονονιφάδες
συνέχιζαν το μαγικό τους χορό με τα λευκά τους πέπλα και στόλιζαν όλη τη φύση
με λεπτό, απαλό, αφράτο χιόνι.
Ξαφνικά και από το πουθενά
ξεφύτρωσαν κάτι κακομούτσουνα μαύρα πλασματάκια που χαχανίζοντας, μπήκαν στο
σπίτι του Αι Βασίλη.
-Μμμ , ωραία ζεστασιά έχει
εδώ, είπε ένα και πλησίασε τα χέρια του
στο αναμμένο τζάκι, είπε ένα πονηρούτσικο. Μου ήρθε μια ιδέα. Πήρε λοιπόν μια
κανάτα με νερό και φσσσς την έριξε στο τζάκι και το έσβησε
-Μμμ ώραία γλυκά βλέπω
ετοίμασε το ξωτικό μάγειρας και φέτος, είπε ένα παχουλούλικο. Μου ήρθε μια
ιδέα. Ελάτε να φάμε όσα μπορούμε. Και πραγματικά έφαγαν, έφαγαν μέχρι που δεν
χωρούσε άλλο η κοιλίτσα τους.
-Και τώρα το θαύμα, είπε
κι έφερε αλάτι. Έβγαλε προσεκτικά όλη τη ζάχαρη που ήταν πασπαλισμένη πάνω στα
γλυκά και έριξε αλάτι, πολύ αλάτι. Μετά έβαλε
πάνω στα πρώην γλυκά, το δάχτυλό του και το έγλυψε.
-Λύσσα….. είπε και
κυλίστηκε κάτω από τα γέλια.
-Κι εγώ έχω μια ιδέα, είπε
ένα με χαλασμένα δόντια. Όλη αυτή τη ζάχαρη να τη βάλουμε στο γάλα των ταράνδων
για να χαλάσουν και τα δικά τους δόντια, όπως τα δικά μου, είπε και
χαμογέλασε δείχνοντας τα μαυροκίτρινα
δόντια του ( όσα βέβαια του είχαν απομείνει γιατί εκτός του ότι τρελαινόταν για
γλυκά και ζαχαρωτά δεν τα έπλενε κιόλας γιατί σιχαινόταν το νερό και την
οδοντόκρεμα).
Κι έτσι έκαναν.
-Μμμμ εγώ τι να κάνω… Τι
να κάνω…..., είπε ένα με κουρελιασμένα ρούχα. Το βρήκα!!! θα πάρω και θα
φορέσει αυτή την όμορφη στολή του Αι Βασίλη. Σκεφτείτε τι πλάκες θα κάνουμε
όταν με μπερδεύουν και με περνάνε για τον Αι Βασίλη και περιμένουν να τους πάω
δώρα!
Όμως όταν φόρεσε τα ρούχα
του Αι Βασίλη, του έπεφταν πολύ μεγάλα και τότε το μόνο που σκέφτηκε ήταν:
-Να του τα λερώσουμε με
λάσπες, έτσι δεν θα μπορέσει να τα βάλει και να ταξιδέψει έγκαιρα κι έτσι θα
χαλάσουμε τις γιορτές των ανθρώπων.
Όμως η στολή του Αι Βασίλη
είναι μαγική και δεν λεκιάζει. Φαντάζεστε πως θα γινόταν μέσα στις τόσες
καμινάδες που μπαίνει;
Λύσσαξε από το κακό του το
καλικατζαράκι.
-Τότε κι εγώ θα του κρύψω
τις μπότες του, είπε και τις πήρε κι εξαφανίστηκε.
-Εγώ βρήκα τι θα σκανταλιά θα σκαρώσω, είπε ένα
στραβομύτικο. Θα μπερδέψω τα μαγικά κέρατα των ταράνδων. ΄Ακουσα πως για να
πετάξουν, πρέπει ο καθένας να φοράει τα δικά του κέρατα, αλλιώς… και πατώντας
στις μύτες των ποδιών , για να μην τον πάρουν χαμπάρι, πήγε ξεκρέμασε , ανακάτεψε τα κέρατα και τα ξανακρέμασε έτσι ώστε πάνω από το κρεβάτι του τάρανδου να
υπάρχουν τα κέρατα ενός άλλου.
-Καλά θα γίνει τρελή πλάκα, είπε τρίβοντας τα
χέρια του.
Ο τελευταίος είχε μεγάλος
θράσος. Πήγε ο πονηρός να βγάλει τα μαγικά κουδουνάκια που φορούσαν οι τάρανδοι
στο λαιμό τους. Στην αρχή τα κατάφερε κι έβγαλε 2-3, όμως το τέταρτο , του
έπεσε κι ακούστηκε δυνατά ο ήχος γκλιν
γκλιν. Αμέσως τα παράτησε κι εξαφανίστηκε μαζί με του υπόλοιπους πίσω από την
πόρτα της αποθήκης, όπου τα ξωτικά φύλαγαν τα υλικά ,που μ αυτά έφτιαχναν τα
δώρα. Ευκαιρία λοιπόν όλοι μαζί να τα κάνουν άνω- κάτω.
Δεν πρόλαβαν να κάνουν και
πολλή ζημιά γιατί, από τη μια ο θόρυβος από το κουδουνάκι που έπεσε, απ΄την
άλλη οι πρώτες αχτίνες του ήλιου , που ήρθαν για να φέρουν το γλυκό φως της
μέρας, τους ανάγκασαν να κρυφτούν σε μια σκοτεινή γωνιά.
Ξέρετε βέβαια πως δεν αντέχουν δύο πράγματα:
το φως και την καθαριότητα. Δεν γνωρίζουν καν τι είναι το σαπούνι.
-Δεν πειράζει , είπε ένας, θα συνεχίσουμε το
βράδυ.
-Μα το βράδυ θα ξεκινήσουν
για το μεγάλο ταξίδι γιατί αύριο είναι Πρωτοχρονιά, είπε ένα άλλο, δεν
προλαβαίνουμε.
-Αν τα καταφέρουν να ξεκινήσουν ,με όλα αυτά που τους σκαρώσαμε
χιχιχι…, είπε το πρώτο.[
Εν τω μεταξύ όλοι σιγά-
σιγά ξυπνούσαν στο σπίτι του Αι Βασίλη κι άρχιζαν τις προετοιμασίες.
Οι τάρανδοι, αφού φόρεσαν
τα μαγικά τους κουδουνάκια ,βγήκαν στην αυλή και ξεκίνησαν τις καθημερινές τους ασκήσεις για να δυναμώσουν.
Μετά κάθισαν στην μεγάλη στολισμένη τραπεζαρία για να πάρουν το πρωινό τους:
γάλα με δημητριακά. ΄Όμως σαν κάτι να είχε αλλάξει στη γεύση του πρωινού τους.
Ήταν πιο γλυκό, απ΄ό,τι συνήθως και τους άρεσε περισσότερο. Γι αυτό κι όλοι
ζήτησαν δεύτερη μερίδα. Που νάξεραν….
Μετά πήγαν ένας ένας πήραν
, γυάλισαν και φόρεσαν τα καλογυαλισμένα τους κέρατα.. Κι όταν όλοι ήταν
έτοιμοι έκαναν μια δοκιμή και προσπάθησαν να πετάξουν.
Αμ δε…
Ο ένας έκανε κύκλους μέχρι
που ζαλίστηκε κι έπεσε κάτω, ο άλλος χοροπηδούσε σαν ελατήριο, ο άλλος δεν
μπορούσε να κινηθεί καθόλου, ο άλλος μπορούσε μόνο να χτυπάει παλαμάκια, ο
άλλος πήγαινε μόνο προς τα πίσω….. κανείς όμως δεν μπορούσε να πετάξει.
Π α ν ι κ ό ς!!!
Κάποιοι τάρανδοι άρχισαν
να κλαίνε σπαραχτικά.
-Και τώρα τι κάνουμε; ,
είπε ο μεγάλος τάρανδος που ήταν κι αρχηγός της ομάδας.
Τα ξωτικά, ακούγοντας τη
φασαρία βγήκαν να δουν τι συμβαίνει.
Κι οι τάρανδοι τους
εξήγησαν τι συμβαίνει.
-Κάποιος που δεν θέλει να
μοιράσει ο Αι Βασίλης τα δώρα, μας έκανε μάγια, είπε ο τάρανδος που συνέχιζε να
χτυπά παλαμάκια.
-Μη λες ανοησίες, ποιος
δεν θέλει δώρο; Του είπε αυτός που πήγαινε μόνο προς τα πίσω και του έριξε μια
ελαφριά σφαλιάρα. Με τη σφαλιάρα του έπεσαν τα μαγικά κέρατα, έτσι κι αλλιώς,
για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν ήταν καλά στερεωμένα στο κεφάλι του κι αμέσως
σταμάτησε να χτυπάει παλαμάκια.
-Αυτό είναι…Τα μαγικά σας
κέρατα, κάποιος μπέρδεψε τα μαγικά σας κέρατα, είπε ο αρχηγός των ξωτικών.
-Μα πώς…. Πήγε να πει ένας
τάρανδος.
-Μα ποιος…. Πήγε να πει να
πει ένα ξωτικό.
-Μη χάνουμε τον καιρό μας
με ερωτήσεις, εμπρός βγάλτε τα όλοι, βάλτε εδώ στη μέση κι ένας- ένας να
έρχεται να δοκιμάζει για να βρει το δικό του, που θα του εφαρμόζει ακριβώς στο
κεφάλι του και θα μπορεί μ΄αυτό να πετά, είπε ο αρχηγός των ταράνδων.
Τους πήρε πολλή ώρα, αλλά
στο τέλος τα κατάφεραν και όταν πια κάθε
τάρανδος φορούσε τα δικά του κέρατα, ήταν
έτοιμοι για το ταξίδι.
-Ουφ, τι περιπέτεια,
εμπρός παιδιά, έχουμε ένα ολόκληρο έλκηθρο να γεμίσουμε είπε ο αρχηγός των
ξωτικών κι όλοι μαζί ξεκίνησαν την δουλειά ,όταν ξαφνικά….
-Ωχχχχχ!!!!!
-Αχχχχχ!!!!!
Οι τάρανδοι ένας- ένας
άρχισαν να βογγάνε και να κρατούν τα μάγουλά τους.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε
φρέσκος- φρέσκος κι ο Αι Βασίλης στην αυλή για να δει πως πάνε οι ετοιμασίες
για το μεγάλο ταξίδι.
-Καλημέρα αγαπημένοι μου
φίλοι! είπε.
Κι αντί για καλημέρα, είδε
τους τάρανδους του να κάθονται κάτω και να κλαίνε, γιατί πονούσαν πάρα πολύ τα
δόντια τους.
Η πολλή ζάχαρη στο πρωινό τους είχε κάνει τη ζημιά
της.
Βλέπετε οι τάρανδοι δεν είναι συνηθισμένοι να
τρώνε ζάχαρη και δεν ήξεραν ότι μετά έπρεπε να πλύνουν καλά τα δόντια τους.
-Μα τι έχει συμβεί. Ποτέ
άλλοτε δεν είχαμε πρόβλημα, είπε ο Αι Βασίλης. Και τώρα μέρα που είναι που να
βρούμε ταραντοδοντίατρο;
-Και δεν είναι μόνο αυτό,
αλλά συνέβη και κάτι άλλο περίεργο, είπε ένα ξωτικό και του εξήγησε τι είχε συμβεί
με τα μαγικά κέρατα.
-Κάποιος μας έκανε μάγια,
είπε ένα άλλο ξωτικό.
Ο Αι Βασίλης, χάιδεψε τη
γενειάδα του σκεφτικός.
-Κάποιος κάτι έκανε, αλλά
δεν ήταν μάγια. Μάλλον με σκανταλιές μου μοιάζουν όλα αυτά και υποψιάζομαι ποιος μπορεί να είναι αυτός που τις
έκανε.
-Οι καλικάτζαροι!!! Είπαν
μ΄ένα στόμα όλα τα ξωτικά μαζί.
-Ναι αλλά τώρα δεν έχουμε
χρόνο. Πρέπει να βιαστούμε, τα παιδιά κάτω στη γη μας περιμένουν. Όταν
γυρίσουμε με το καλό θα τους περιποιηθούμε τους κακομαθημένους.
-Παρακαλώ πολύ δώστε στους
τάρανδους παυσίπονο και συνεχίστε τις ετοιμασίες, γιατί έχουμε ήδη αργήσει ,
είπε ο Αι Βασίλης και πήγε να ετοιμαστεί.
‘Έπρεπε να βάλει την
κόκκινη στολή , που γνωρίζουν όλοι. Γιατί αν πήγαινε στα σπίτια με άλλα ρούχα ,
με μπλε ας πούμε, ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν οι άνθρωποι. Μπορεί να τον
πέρναγαν για κλέφτη και άντε να δίνει εξηγήσεις.
Φόρεσε λοιπόν, το κόκκινο
παντελόνι του, το κόκκινο σακάκι του με την άσπρη γούνα, το κόκκινο σκουφί του,
τη μαύρη ζώνη του κι έσκυψε κάτω από το κρεβάτι του για να βρει και να φορέσει
τις μαύρες μπότες του.
Έψαξε, εδώ, έψαξε εκεί,
πουθενά οι μπότες του, άφαντες…
-Μα δεν μπορεί, χτες τις
γυάλισα και τις έβαλα εδώ κάτω από το κρεβάτι μου, είπε και ξανάψαξε.
Έψαξε προσεκτικά σε όλο το
δωμάτιο, αλλά δεν τις βρήκε πουθενά.
Φώναξε τα ξωτικά.
-Βρε παιδιά μήπως κάποιος
πήρε τις μπότες μου και τι έχει βάλει κάπου αλλού, ρώτησε.
-Όχι, του απάντησαν
κουνώντας πέρα-δώθε τα κεφάλια τους.
-Τότε τι έχει συμβεί;
Μόνες τους σηκώθηκαν κι έφυγαν οι μπότες μου; Τι στην οργή, αποφάσισαν να
κάνουν απεργία, είπε γελώντας γιατί ναι μεν συγχύστηκε, αλλά του φαινόταν και
πολύ αστείο όλο αυτό..
-Μήπως κι αυτό είναι
δουλειά των καλικατζαραίων; Ρώτησε δειλά ένα ξωτικούλι.
-Μάλλον…., πώς δεν το
σκέφτηκα. Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί να ψάξουμε παντού και γρήγορα να βρούμε τις
μπότες μου ( βρε τι ατυχία να μην έχω
ένα δεύτερο ζευγάρι, σκέφτηκε), γιατί ο χρόνος τρέχει και δεν θα προλάβουμε.
Κι όλοι μαζί Αι Βασίλης,
ξωτικά και τάρανδοι άρχισαν να ψάχνουν.
Έψαξαν πολλή ώρα στις
ντουλάπες με τα ρούχα, έψαξαν κάτω απ΄όλα τα κρεβάτια, έψαξαν στα ντουλάπια της
κουζίνας, έψαξαν στο ντουλάπι του μπάνιου, κάτω από το τραπέζι, κάτω από τις
καρέκλες, κάτω από τους καναπέδες, στο γραφείο του Αι Βασίλη, αλλά πουθενά δεν
βρήκαν τις μπότες.
Κουρασμένοι κάθισαν να
φάνε ένα σοκολατάκι και να σκεφτούν πού αλλού μπορεί να είναι κρυμμένες οι
μπότες.
-΄Εχω μια τρελή ιδέα, αλλά
μπα μάλλον δεν ….οχι…. Είπε ο Αι Βασίλης.
-Τι είναι, τι σκέφτηκες;
ρώτησαν όλοι μαζί .
-Να λέω, μήπως αυτοί οι
πονηροί έβαλαν τις μπότες μου σ΄ένα
κουτί και το τύλιξαν με ωραίο χαρτί και το ανακάτεψαν μαζί με τ΄άλλα δώρα κι
άντε τώρα να το βρούμε.
-Καλέ, τι ωραία ιδέα, είπε
ο στραβομύτης καλικάτζαρος, που παρακολουθούσε όλα αυτά από την χαραμάδα της πόρτας τρίβοντας τα χέρια του από χαρά, πώς δεν την
σκεφτήκαμε εμείς νωρίτερα . Δεν πειράζει θα το κάνουμε μιαν άλλη φορά.
-Είναι λίγο τρελή η ιδέα
σου, αλλά από αυτούς όλα τα περιμένει κανείς. Πάμε λοιπόν γρήγορα να
ξετυλίξουμε όλα τα δώρα, είπε ο αρχηγός των ξωτικών.
-Μα σοβαρευτείτε, δεν θα
προλάβουμε, είπε ένας τάρανδος.
-Και τι να κάνουμε;
-Πάμε γρήγορα, μη χάνουμε
άλλο χρόνο, είπε ένα ξωτικό.
Και άρχισαν να κόβουν τις
κορδέλες και να ξετυλίγουν τα δώρα.
Οι καλικάτζαροι
κυλιόντουσαν κάτω, κρατώντας τις κοιλιές τους από τα γέλια. Κι όπως κυλιόνταν,
δεν πρόσεξαν κι έπεσε κάτω μια μεγάλη κούτα με κομμάτια από παιχνίδια ( νομίζω
πως ήταν κομμάτια από τρενάκια) κι ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος.
Ο Αι Βασίλης άκουσε το
θόρυβο και πατώντας στις μύτες των
ποδιών, άνοιξε απότομα την πόρτα της αποθήκης και πριν προλάβουν να
κρυφτούν, τους τσάκωσε.
-Α, εδώ μου είστε
κρυμμένα! Είπε.
-Παιδιά, αφήστε ήσυχα τα
δώρα κι ελάτε στην αποθήκη, σας έχω μια
έκπληξη, φώναξε.
Κι όταν όλοι μαζεύτηκαν
στην αποθήκη, βρήκαν τις μπότες του Αι Βασίλη , κρυμμένες μέσα στην κούτα με τα
κομματάκια του τρένου.
-Τι γυρεύετε εσείς στην
αποθήκη μας; Ρώτησε τα καλικατζαράκια.
-Περαστικοί είμαστε,
είδαμε φως και μπήκαμε.
-Δική σας είναι η αποθήκη;
δεν το ξέραμε.
-Να… ταξιδεύουμε πολλές
μέρες κι επειδή ήταν ζεστά, μπήκαμε να ξεκουραστούμε.
-Δεν σας ενοχλούμε ε;
-Και βέβαια μας ενοχλείτε. Ποιος έκανε τόσες ζαβολιές;
-Ζαβολιές τι είναι αυτό;
Φαγητό; Όπως λέμε σεφταλιές;.
-Ζαβολιές, ο..όχι εμείς.
-Εμείς…. είμαστε καλά
καλικατζαράκια.
-Εμείς σας αγαπάμε…. Και
ματς μουτς φιλούσαν το χέρι του Αι Βασίλη,
που τους κράταγε σφιχτά.
-Λοιπόν για να μας
αποζημιώσετε για όλα τα κακά που κάνατε, θα έρθετε μαζί μας στο μεγάλο ταξίδι
και σ΄όλο το δρόμο θα τυλίγετε τα δώρα , θα τους βάζετε όμορφες κορδέλες κι ένα
καρτελάκι με το όνομα του παιδιού που θα το πάρει. Κι όταν γυρίσουμε θα σας
περιποιηθώ.
-Εγώ δεν μπορώ , ζαλίζομαι στα ταξίδια….
-Κι εγώ δεν μπορώ, είμαι
κρυουλιάρης και δεν αντέχω το κρύο πάνω στο έλκηθρο, θα αρρωστήσω….
-Κι εγώ δεν μπορώ, έχω
κάτι δουλίτσες να κάνω, γιορτές βλέπετε..
-Ούτε εγώ μπορώ, με
περιμένει η μαμά μου να γυρίσω νωρίς θα ανησυχεί , ξέρετε τώρα, μαμάδες…
-Εγώ δεν μπορώ να ταξιδεύω
νύχτα, φοβάμαι..
-Αφήστε τις δικαιολογίες
και φεύγουμε γιατί έχουμε αργήσει είπε κι έβαλε τις μπότες του.
Οι τάρανδοι μπήκαν στη
θέση τους, ο Αι Βασίλης στη δική του και πίσω του, μέσα στο έλκηθρο οι καλικάτζαροι είχαν πολλή δουλειά να κάνουν.
Ο Αι Βασίλης έδωσε εντολή και το ταξίδι ξεκίνησε.
Σ΄όλο το δρόμο οι
καλικάτζαροι τύλιγαν δώρα.
-Παιδιά, είπε ψιθυριστά ο
αρχικαλικάτζαρος, βρήκα κάτι πολύ καλό να κάνουμε. Θα ανακατέψουμε τα ονόματα
των παιδιών και θα βάλουμε λάθος καρτελάκι πάνω στα δώρα, τι λέτε;
-Τέλειο, είπαν κι έβαλαν
σε εφαρμογή το νέο τους σχέδιο.
-Παιδιά, έχω κι εγώ μια
ιδέα, τι λέτε, να βγάλουμε τις βρώμικες μαύρες μπέρτες μας και μ΄αυτές να
τυλίγουμε τ΄αστέρια καθώς περνάμε από δίπλα τους και να τα σβήνουμε;
-Πολύ καλό!!! Είπαν κι
άρχισαν να σβήνουν και τ΄αστέρια.
Ο Αι Βασίλης έφτασε στη γη
κι άρχισε να μοιράζει τα δώρα. Είχε δώσει εντολή στους τάρανδους να προσέχουν
τους καλικάτζαρους για να μην κάνουν καμιά καινούρια ανοησία.
-Μου φαίνεται πως παραμεγάλωσα και το φως των
αστεριών δεν με βοηθάει να διαβάσω τα ονόματα των παιδιών, ευτυχώς που έχω ένα
φακό μαζί μου, είπε ο Αι Βασίλης, που δεν είχε χρόνο να παρατηρήσει πως είχαν
λιγοστέψει τ΄αστέρια στον ουρανό.
-Ααααχ , τι ταξίδι ήταν κι αυτό και τι κούραση που έχω! λέω να
πάρω ένα υπνάκο, είπε και χασμουρήθηκε, ένας καλικάτζαρος κλείνοντας πονηρά το
μάτι στους άλλους.
-Κι εγώ… κι εγώ…. Κι εγώ…
είπαν κι οι άλλοι κι έκαναν πως έκλεισαν τα μάτια τους να κοιμηθούν.
Τότε κι οι τάρανδοι
χαλάρωσαν κι άρχιζαν να βλέπουν πόσο όμορφα ήταν στολισμένα τα σπίτια γύρω
τους, το μεγάλο δέντρο στην πλατεία, ο χιονάνθρωπος…
-Επιτέλους, τελειώσαμε και
φέτος, είπε κάποια στιγμή ο Αι Βασίλης, την ώρα ακριβώς που άρχιζε να
ξημερώνει. Εμπρός αγαπημένοι μου φίλοι, πάμε στο ζεστό μας σπιτικό για να
γιορτάσουμε κι εμείς την πρωτοχρονιά.
- Κι όσο για σας, είπε
γυρίζοντας προς το έλκηθρο…. Επ ! που είναι οι καλικάτζαροι, δεν σας είπα να
τους προσέχετε;
-Λυπούμαστε πολύ, αλλά μας
ξεγέλασαν για άλλη μια φορά γιατί έκαναν πως ήταν κουρασμένοι και πως
κοιμήθηκαν…
-Και βρήκαν ευκαιρία και
το έσκασαν… δεν πειράζει , θα τους τσακώσω κάποιαν άλλη φορά. Πάμε τώρα γιατί
είμαι πολύ κουρασμένος.
Εν τω μεταξύ οι καλικάτζαροι
σκορπίστηκαν σε όλα τα σπίτι κι έκαναν τις γνωστές τους ανοησίες.
Ξέρετε τώρα εσείς, κατέστρεψαν τα γλυκά, ξεστόλισαν τα δέντρα, γέμισαν το σπίτι
πούπουλα γιατί έπαιζαν μαξιλαροπόλεμο, μπέρδεψαν τα δώρα, έκρυψαν πράγματα κλπ
όλα αυτά που κάνουν κάθε χρόνο για να γελάνε.
Την άλλη μέρα το πρωί που
ο Αι Βασίλης πήρε το μαγικό του κιάλι για να δει τις χαρούμενες φατσούλες των
παιδιών την ώρα που θα άνοιγαν τα δώρα, δεν πίστευε στα μάτια του. Είδε παιδιά
κατσούφικα, απογοητευμένα, στενοχωρημένα και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε
συμβεί.
Κοίταξε τον κατάλογο με τα
δώρα που είχαν ετοιμάσει οι βοηθοί του κι είδε πως τα είχε παραδώσει σωστά. Μα
τι στην ευχή μπορεί να πήγε στραβά; αναρωτιόταν.
-Οι καλικάτζαροι, εμ
βέβαια, έπρεπε να το φανταστώ πως δεν θα κάθονταν φρόνιμα. Και τώρα τι μπορώ να
κάνω;
Περπατούσε λοιπόν γύρω-
γύρω στο δωμάτιο με τα χέρια του δεμένα
πίσω, όταν ξαφνικά του ήρθε η ιδέα: Πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε
γράμμα σε όλα αυτά τα παιδιά που με την
τελευταία αυτή ζαβολιά των καλικατζάρων, τα απογοήτευσε.
Αγαπημένα μου παιδιά,
Λυπάμαι πολύ, αν σας
απογοήτευσα
και δεν πήρατε το δώρο
που μου ζητήσατε φέτος.
Είναι κι αυτό άλλη μια
σκανταλιά
των γνωστών ανόητων καλικατζάρων.
Όμως μην στενοχωριέστε
οι βοηθοί μου έπιασαν ήδη δουλειά
κι ετοιμάζουν πολλά –
πολλά δώρα ,
για να σας τα χαρίσουμε
του χρόνου.
Μέχρι τότε λοιπόν
χαρείτε με το δώρο που σας έφερα ,
γιατί κι αυτό ήταν η
επιθυμία κάποιου άλλου παιδιού.
Χαρείτε επίσης με όλα
τα ωραία
και πολύτιμα πράγματα
που έχετε στη ζωή σας.
Χαρείτε με τους γονείς
και τους φίλους σας.
Και του χρόνου , υγεία να έχουμε, θα τα ξαναπούμε.
Με πολλή αγάπη
Ο Αι Βασίλης
Κι αυτό του το σημείωμα
σας βεβαιώνω ότι μ΄ένα μαγικό τρόπο το έλαβαν όλα τα παιδιά.
Μπορείτε να σκεφτείτε
ποιος ήταν αυτός ο μαγικός τρόπος;
Τ Ε Λ Ο Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου