Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

 

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Κάποτε τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ΄ένα χωριό της Χίου, την Καλλιμασιά, μια όμορφη κοπέλα, που ήταν λεπτή και λυγερή με λαμπρό σαν τον ήλιο πρόσωπο, που είχε μαύρα μεγάλα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά πλεγμένα σε 2 μακριές πλεξούδες, κρυμμένες  στο κεντημένο μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι της. Γιατί τότε οι κοπέλες φορούσαν μακριές φούστες με υφαντά άσπρα πουκάμισα, ποδιές στολισμένες με κεντίδια και στο κεφάλι ένα μαντήλι κεντημένο με όμορφα σχέδια.
 

Αυτή την όμορφη κοπέλα, , μια μέρα που πήγε στη βρύση του χωριού  με την φίλη της, να πάρει νερό με την στάμνα της, την είδε ένα παλικάρι και την ερωτεύτηκε.


Για να μην τους συζητάνε και τους κουτσομπολεύουν οι κουτσομπόλες του χωριού πήγε στον πατέρα της και του ζήτησε να την παντρευτεί.


Κι έτσι έγινε. Μια μέρα του Μάη το παλικάρι παντρεύτηκε  την όμορφη κοπέλα. Η νύφη φορούσε ένα άσπρο νυφικό φόρεμα κι ο γαμπρός την παραδοσιακή φορεσιά του νησιού με την μαύρη βράκα, την άσπρη πουκαμίσα και το κεντητό γιλέκο.

 

Μετά τον γάμο, ακολούθησε γλέντι τρικούβερτο στην πλατεία του χωριού κι αργότερα οι δυο νέοι πήγαν στο σπιτικό τους για να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή.

Το σπίτι τους ήταν γεμάτο από τα προικιά της κοπέλας  που ξεχείλιζαν στο σκαλιστό σεντούκι κι ήταν όλα φτιαγμένα από την χρυσοχέρα νύφη.

Το σπίτι είχε μια κουζίνα, όπου σε χτιστό φούρνο που έκαιγαν ξύλα η κοπέλα έψηνε κάθε μέρα φρέσκο ψωμί , 



που το ζύμωνε με το σιτάρι που έπαιρναν από τα χωράφια τους, αλώνιζαν στο αλώνι τους, έκαναν αλεύρι στον αλευρόμυλο και κοσκίνιζαν στο κόσκινο.



Το φαγητό το μαγείρευε σε μια γκαζιέρα (και μαγείρευε φαγητά που είχαν  υπέροχη γεύση και μυρωδιά, σε κεραμικά σκεύη που αγόραζε από τον αγγειοπλάστη)

γιατί τότε δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα και μετά το έβαζαν σε ένα μεγάλο φανάρι για να το προστατέψουν από τα έντομα.  Και

 

 Στο σαλόνι και την καλή τραπεζαρία η νοικοκυρά είχε στολισμένα τα υφαντά  και τα κεντήματά της κι εκεί κερνούσε φίλους και συγγενείς

που ερχόταν επίσκεψη σε κάθε γιορτή και γλεντούσαν με τους δίσκους του γραμμόφωνου.

Στην κρεβατοκάμαρη , πάνω από το σιδερένιο κρεβάτι, είχε βάλει τα στέφανα του γάμου τους, απέναντι από το εικονοστάσι με τους Αγίους που την βοήθησαν να γεννήσει τα δυο μωρά της, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που κοιμόταν ήσυχα μέσα στη ξύλινη κούνια- λίκνο το καθένα. Κι εκεί στον τοίχο το ρολόι κούκος έδειχνε την ώρα που θα γύριζε κουρασμένος από τα χωράφια ο καλός της. 

Κι όταν σκοτείνιαζε το βράδυ, άναβαν τις λάμπες πετρελαίου και τα λυχνάρια για να φωτίσουν το σπιτικό τους.

 Εκεί λοιπόν στο σπίτι τους που ζέσταινε το χειμώνα ένα μαγκάλι, ζούσαν χαρούμενοι κι αγαπημένοι.

 Δίπλα από την κρεβατοκάμαρη, είναι το δωμάτιο με τη ρόκα και το αδράχτι για να κάνει το νήμα από το μαλλί των προβάτων, με τους αργαλειούς που φτιάχνει τα υφαντά υφάσματα για να τα κόψει και τα ράψει μετά ρούχα για τα παιδιά , για κείνην και τον άντρα της γιατί τότε δεν υπήρχαν στο χωριό μαγαζιά με έτοιμα ρούχα.

 

Κι όταν τα ρούχα λερωνόταν τα έπλενε σε σκάφη κι αφού στέγνωναν στον ήλιο , τα ομορφοσιδέρωνε μ΄ένα σίδερο γεμάτο αναμμένα κάρβουνα.

Για την καλή τους φορεσιά όμως πήγαιναν στον ράφτη ή στην ράφτρα.

  Μα ούτε καταστήματα με παπούτσια υπήρχαν, αλλά όταν χρειαζόταν παπούτσια πήγαιναν στον τσαγκάρη κι αυτός έπαιρνε τα μέτρα του ποδιού και με τα εργαλεία του έφτιαχνε τα παπούτσια. 



Κι όταν ερχόταν το βράδυ κι η κοπέλα  έβαζε για ύπνο τα παιδιά της , καθόταν με τις φίλες της για να μιλήσουν λίγο καθαρίζοντας μαστίχι.  

Κάθε Κυριακή το παλικάρι  έπαιρνε την γυναίκα  και τα παιδιά του και πήγαιναν στην πλατεία του χωριού για να δουν παράσταση Καραγκιόζη

και μετά πήγαιναν στο Καφενείο για να πιουν δροσερή πορτοκαλάδα μιας και στο καφενείο υπήρχε το μοναδικό ψυγείο που πάγωνε τα αναψυκτικά πάνω σε κολώνες πάγου (γιατί δεν υπήρχαν ακόμα ηλεκτρικά ψυγεία).

Καμιά φορά όμως πήγαινε μόνος του στο καφενείο κι έπινε καμιά σούμα με τους φίλους του   ή έπινε καφέ κι έπαιζε τάβλι.



Μια φορά το μήνα το παλικάρι  πήγαινε στον μπαρμπέρη να τον κουρέψει

αν ήταν γιορτινές μέρες πήγαινε στο λούστρο να του γυαλίσει τα παπούτσια.

 Στο πανηγύρι του χωριού παίζανε μουσική οι μουζικάντηδες με τα βιολιά και τα νταούλια κι ο κόσμος χόρευε και γλεντούσε.

Αργότερα, όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, ήρθε κι ο σινεματζής, που έφερε μια μηχανή και πρόβαλε στον τοίχο ταινίες του σινεμά.

Το παλικάρι  εκτός από τα χωράφια ήταν κα σπουδαίος σιδεράς κι είχε πολλά εργαλεία, που μ΄αυτά έφτιαχνε κάγκελα κι άλλα σιδερένια αντικείμενα κι έτσι έβγαζε χρήματα για να ζήσει την οικογένειά του. 

Και μ΄αυτά τα χρήματα αγόραζαν κρέας απ΄το χασαπιό  και ό,τι χρειαζόταν από το μπακάλικο του χωριού.

Κάθε Οχτώβρη όμως, πήγαινε στον ελαιώνα τους, μάζευε τις ελιές σε μεγάλα κοφίνια και τις μετέφερε με το κάρο του, μέσα σε μεγάλα κοφίνια, στο ελαιοτριβείο, τις έτριβε κι έτσι είχαν το λάδι της χρονιάς για το φαγητό.




Επίσης πήγαινε τα σύκα και τα σταφύλια με το κάρο του  στο αποστακτήριο κι έφτιαχνε σούμα για να κερνά τους φίλους και τους συγγενείς που ερχόταν στο σπιτικό τους

Μέσα στις πολλές δουλειές του όμως ο άντρας,  εύρισκε χρόνο κι έφτιαχνε αυτοσχέδια παιχνίδια για να παίζουν τα παιδιά του. Να όπως κι αυτό που βρήκαμε  και παίξαμε κι εμείς σήμερα στο μουσείο.

  Κι  όταν ξεκίνησε ο άγριος πόλεμος με τους Γερμανούς, πήρε το τουφέκι του , όπως κι οι άλλοι συγχωριανοί, φίλησε την κυρά του και πήγε να πολεμήσει.

 Η κοπέλα δε , πήγε στον κηροποιό, αγόρασε κεριά κι άναβε κάθε μέρα ένα κερί στην Παναγιά για να γυρίσει πίσω γερός ο άντρας της.

 

 Έτσι κι έγινε! Μια μέρα ο πόλεμος τελείωσε και γύρισα τα παλικάρια  πίσω στο χωριό τους, έγινε ένα γλέντι στο χωριό τους, που όμοιό του δεν είχε ματαγίνει!

 

 

Τ Ε Λ Ο Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...