ΜΟΣΤΡΑ ΘΥΜΙΑΝΩΝ
Πριν πολλά πολλά χρόνια, σ΄ένα καστροχώρι της Χίου, τα Θυμιανά
ζούσαν οι άνθρωποι αγαπημένοι ,δουλεύοντας στα χωράφια τους και φροντίζοντας τα ζωντανά τους. Και τα
χωράφια έδιναν τους πολύτιμους καρπούς τους (λάδι, σιτάρι, λαχανικά, λεμόνια,
πορτοκάλια, μανταρίνια κλπ) και τα ζώα έδιναν
κρέας, αυγά, γάλα για τυρί και γιαούρτι και μαλλί για τα ζεστά
χειμωνιάτικα ρούχα.
Το χωριό αυτό ήταν χτισμένο έτσι ώστε
να προφυλάσονται οι κάτοικοί του από
τους φοβερούς και τρομερούς πειρατές, που κάθε λίγο και λιγάκι, ορμούσαν από
τον κόλπο του Μέγα Λιμνιώνα και κούρσευαν ( δηλ. έκλεβαν ότ, εύρισκαν μπροστά
τους, ακόμα και ανθρώπους για να ζητήσουν λύτρα ή για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της
Ανατολής, σκότωναν κι έκαιγαν τα σπίτια
και τα χωράφια), αλλά είχε και στενά σοκάκια με στοές που οδηγούσαν σε
ασφαλείς κρυψώνες, για να προλαβαίνουν οι κάτοικοι να κρύβονται.
Οι Θυμιανούσοι είχαν χτίσει βίγλες (
δηλ μικρούς, αλλά ψηλούς πύργους) κντά
στην παραλία κι εκεί έμεναν ( οι
βιγλάτορες) που κοίταζαν συνεχώς στη θάλασσα με κιάλια , κι αν έβλεπαν πειρατικό πλοίο να πλησιάζει ειδοποιούσαν
αμέσως το χωριό μ΄έναν μαντατοφόρο που έτρεχε πάρα πολύ γρήγορα, κι έκλειναν
τις πόρτες του κάστρου κι έτρεχαν οι άνθρωποι να κρυφτούν.
Στο χωριό οι άνθρωποι έκαναν διάφορα
επαγγέλματα, όπως ο Διαμαντής ο αγγειοπλάστης πούφτιαχνε από πηλό όμορφα πιάτα, φλιτζάνια , τσουκάλια και γερά σταμνιά για φέρνουν το κορίτσια
δροσερό το νερό από το πηγάδι στο σπίτι. Υπήρχε ραφτάδικο, τσαγκαράδικο,
μπακάλικο, φούρνος, καφενείο και άλλα μικρά μαγαζάκια.
Το απόγευμα, έβγαιναν τα
κορίτσια, με τους συγγενείς τους, βόλτα στο δρόμο του χωριού κι έβγαιναν και τ΄αγόρια για να τις δουν και
να διαλέξουν την πιο όμορφη και καλή για ταίρι τους.
΄Ενα τέτοιο απόγευμα, το πιο όμορφο
κορίτσι του χωριού, η Δέσποινα, είχε βγει βόλτα με τις ξαδέρφες της κιθ εκεί
στο δρόμο την συνάντησε ο Στρατής, ο πελεκάνος ( αυτή ήταν η δουλειά του, δηλ,
πελεκούσε με τέχνη τις θυμιανούσικες πέτρες για να χτίζονται οι τοίχοι του
κάστρου και οι τοίχοι των σπιτιών του χωριού),λεβέντης όμορφος και ξακουστός
τεχνίτης. Από τότε δεν μπόρεσε να ησυχάσει και την σκεφτόταν συνέχεια.
Ένα βράδυ πήρε κάποιους φίλους του που
είχαν κιθάρες και τραγουδούσαν και πήγε κάτω από το παραθύρι της κι όλοι μαζί
της έκαναν καντάδα. Εκείνη , άνοιξε λίγο το πατζούρι της και τον είδε και
μάλλον της άρεσε πολύ.
Την άλλη μέρα ο Στρατής, έστειλε στο σπίτι της, την προξενήτρα του χωριού για
να μιλήσει στον πατέρα της και να του ζητήσει να δώσει την κόρη του στον Στρατή
που ήθελε να τη παντρευτεί.
Κι ο πατέρας της που γνώριζε ότι ο
Στρατής ήταν καλό, τίμιο, εργατικό και γενναίο παλικάρι, αφού την άκουσε με
προσοχή, δέχτηκε να του δώσει την κόρη του για γυναίκα. Και σε λίγες μέρες
όρισαν να γίνουν τα αρραβωνιάσματα μ΄ένα μεγάλο γλέντι , όπου ήταν καλεσμένο όλο
το χωριό ΄Ηταν η περίοδος που οι άνθρωποι στο χωριό γιόρταζαν τις απόκριες. .Κι
ήταν η μέρα Τυρινή Παρασκευή ( δηλ. η Παρασκευή πριν την καθαρή Δευτέρα).
Δυστυχώς, πάνω που είχε ανάψει το
γλέντι κι η Δέσποινα, έλαμπε, σέρνοντας το χορό, πιασμένη χέρι-χέρι με τον
λεβέντη τον Στρατή, ήρθε το μαύρο μαντάτο.
-Πειρατές!!! Πειρατές!!! Κρυφτείτε χωριανοί, φώναζε ο μαντατοφόρος, που έστειλαν οι βιγλάτορες κι
ήταν ένα νέο παιδί που έτρεχε πιο γρήγορα απ΄όλους.
Οι άνθρωποι σηκώθηκαν πανικόβλητοι
κι άρχισαν να τρέχουν δεξιά κι αριστερά για να προλάβουν να κρυφτούν και να
σωθούν.
-Συγχωριανοί σταθείτε! Σταματήστε πια να τρέχετε σαν
τρομαγμένα ποντίκια, είπε ο γαμπρός. Ελάτε να οργανωθούμε όλοι μαζί και να
αντιμετωπίσουμε αντρίκια τους πειρατές.
Δεν κερδίζουμε τίποτα με το να φοβόμαστε και να κρυβόμαστε συνέχεια.
Πάρτε ο,τι μπορεί να χρησιμοποιήσει σαν
όπλο ο καθένας σας κι ελάτε να μαζευτούμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας του
χωριού μας.
Πραγματικά, πήρε ο καθένας ό,τι
είχε, άλλος ένα σπαθί, άλλος ένα μαχαίρι, άλλος ένα ξύλο χοντρό, άλλος μια
πιστόλα, άλλος μια τσάπα, άλλος ένα φτυάρι, άλλο ένα τσατάλι και συγκεντρώθηκαν
όλοι στον αυλόγυρο της εκκλησίας.
Με αρχηγό τον Στρατή, χωρίστηκαν σε
τρεις ομάδες και άνοιξαν την πόρτα του κάστρου, έτοιμοι για ν΄αντιμετωπίσουν τους πειρατές. Η μια
ομάδα πήρε τον βορεινό δρόμο, η άλλη τον κεντρικό κι η τρίτη τον νοτινό.
Εν τω μεταξύ οι πειρατές βγήκαν σαν
λυσσασμένα σκυλιά κι άρχισαν να προχωρούν προς το χωριό με μεγάλη σιγουριά και άνεση, γιατί πίστευαν πως οι Θυμιανούσοι τους τρέμανε, άλλωστε
είχαν ξανκουρσέψει το χωριό χωρίς κανείς να τους αντισταθεί.
Ξαφνικά συναντούν οπλισμένη κι
αγριεμένη την ομάδα που πήρε τον
κεντρικό δρόμο, με αρχηγό το παλικάρι κι αρχίζει μια σκληρή μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ έρχονται κι οι άλλες δύο
ομάδες των θυμιανούσων και περικυκλώνουν τους πειρατές. Κάνα δυο απ΄αυτούς
καταφέρνουν λαβωμένοι να ξεφύγουν και να κρυφτούν.
Οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή
πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κι οι κάτοικοι του χωριού τους πήραν και τους έβαλαν στην
πλατεία του χωριού για να τους δει όλος ο κόσμος. Αυτό σημαίνει ΜΟΣΤΡΑ ( δηλ
τους μοστράρισαν για λίγες μέρες).Και πραγματικά πέρασαν και τους είδαν όλοι,.
Ακόμα κρυφά τη νύχτα πλησίασαν και τους είδαν κι οι πειρατές, που λαβωμένοι
είχαν ξεφύγει και όταν, γρήγορα γύρισαν
στο καράβι τους , είπαν τα κακά γι
αυτούς, νέα.
Αυτά τα νέα διαδόθηκαν
γρήγορα από στόμα σε στόμα, σε όλους τους πειρατές κι από τότε κανένα πειρατικό
καράβι δεν τόλμησε να πλησιάσει τον κόλπο του Μέγα Λιμνιώνα.
Μετά απ ΄ αυτό και μιας και
συνέβη την εποχή που οι Θυμιανούσοι γιόρταζαν τις απόκριες, κάθε χρόνο αυτές
τις μέρες, σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, αναπαριστούν την μάχη με τον γνωστό
χορό «το ταλίμι»,( δραστηριότητα που ονομάζεται ΜΟΣΤΡΑ») κατά την διάρκεια διαφόρων καρναβαλικών
εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται στο χωριό.
΄Οσο για την Δέσποινα και τον
Στρατή, μετά και την νίκη των Θυμιανούσων κατά των πειρατών, έκαναν τον γάμο τους και γιόρτασαν ασφαλείς πια και
χωρίς φόβο με ένα μεγάλο γλέντι που κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες κι
όπου τους ευχήθηκε, χάρηκε , χόρεψε και
διασκέδασε όλο το χωριό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου