ΠΕΙΡΑΤΕΣ!!!
Κάποτε τα πολύ παλιά τα χρόνια οι πειρατές ήταν ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων που ταξίδευαν στις 7 θάλασσες.
Αυτοί ήταν άνθρωποι κακοί , άσχημοι, με βρώμικα κουρελιάρικα ρούχα, με βρώμικα νύχια και μαυρισμένα δόντια.
Ταξίδευαν με μαύρα ξύλινα πλοία, που δεν είχαν μηχανές, αλλά μαύρα πανιά που τα φούσκωνε ο άνεμος και στο πλάι εκτός από τις τρύπες για τα κανόνια τους, είχαν και κουπιά. Ψηλά στο ξύλινο κατάρτι έβαζαν μια μαύρη σημαία με μια άσπρη νεκροκεφαλή και άσπρα κόκαλα.
Τους πειρατές τους λέγαν και κουρσάρους γιατί ορμούσαν στη στεριά , στα σπίτια των ανθρώπων κι έκλεβαν ό,τι θησαυρούς εύρισκαν και καμιά φορά έκλεβαν κι άντρες για πλήρωμα του πλοίου ή γυναίκες για να τις παντρευτούν.
Εκτός όμως από τα σπίτια στη στεριά έκαναν συχνά επιθέσεις σε πλοία, όπου ανέβαιναν ξαφνικά, πηδώντας μέσα στα πλοία με σχοινιά κι έκλεβαν τους θησαυρούς και τα πλοία ολόκληρα κι έπαιρναν για πλήρωμα στο πειρατικό καράβι τους ναύτες.
Αυτοί λοιπόν οι πειρατές, όταν κλέψουν θησαυρούς, πάνε σε κάποιο νησί και τους θάβουν γιατί φοβούνται μη συμβεί και σε κάποια μάχη του χτυπήσει καμιά μπόμπα και βουλιάξει το πλοίο τους και χαθούν μαζί και οι θησαυροί τους. Και για να μπορούν να τους βρίσκουν όποτε θέλουν φτιάχνουν χάρτες και τους φυλάνε κάπου σε μια μυστική κρυψώνα.
………………………………………………………………………
Ένας τέτοιος λοιπόν ξακουστός πειρατής, φοβερός και τρομερός καπετάνιος, ψηλός , μαυριδερός, με μακριά μαύρα μαλλιά, με μπλε μάτια, που φορούσε μια μπλούζα με κόκκινες και άσπρες γραμμές κι ένα μαύρο παντελόνι κι ένα κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι και που τον έλεγαν Στίνγκ, είχε ένα μεγάλο ξύλινο πλοίο που το έλεγαν « ΄Αγριο Λύκο» με 20 άντρες για πλήρωμα.( Θα ήθελε να είχε 189 άντρες για πλήρωμα , αλλά θα έπρεπε να είχε πολύ μεγάλο πλοίο και δεν θα ήταν εύκολο να ξεφύγει απ΄αυτούς που θα τον κυνηγούσαν)
Το πλήρωμα αποτελούσαν δέκα πολεμιστές ,ένας τιμονιέρης ,ένας αξιωματικός που έδινε οδηγίες κι είχε αντί για δεξί χέρι έναν γάντζο και πάνω στο γάντζο καθόταν ένας κόκκινος παπαγάλος, ένας μάγειρας χοντρός που είχε ένα ξύλινο πόδι γιατί το άλλο του το έκοψαν στη μάχη με μια σπαθιά, ένας ναύτης που είχε το ένα μάτι του κλειστό με ένα μαύρο πετσί γιατί είχε φάει μια μπουνιά και με το καλό του μάτι έβλεπε πέρα μακριά με το μονοκυάλι, όταν ανέβαινε ψηλά στο κατάρτι κι οι υπόλοιποι ήταν ναύτες για τα κουπιά που βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές.
Αυτός λοιπόν μια μέρα, κάπου σ΄ένα λιμάνι , έμαθε πως θα περνούσε απ΄αυτό το μέρος ένα μεγάλο πλοίο που ανήκε σ΄έναν πολύ πλούσιο βασιλιά.. Και μαζί του μέσα σ΄αυτό το πλοίο θα είχε και όλους τους θησαυρούς του ( λεφτά, χρυσάφια ,πολύτιμα πετράδια, διαμάντια…)
Πήρε λοιπόν το πλοίο του και βγήκε στη θάλασσα να ψάξει. Και δεν άργησε να τον ειδοποιήσει ο ναύτης του από το ψηλό κατάρτι, ότι ένα μεγάλο πλούσιο πλοίο ήταν μπροστά τους, στην άκρη του ορίζοντα.
Σ΄αυτό λοιπόν το πλοίο που ήταν όμορφο, μεγάλο, περιποιημένο, καλοβαμένο, ταξίδευε ο βασιλιάς με τη βασίλισσα και τα δυο παιδιά του, τη πριγκίπισσα κόρη του και τον μικρό πρίγκιπα τον γιό του.Την πριγκίπισσα την έλεγαν Ρόζαλι κι είχε όμορφα ξανθά μαλλιά, που τα στόλιζε ένα χρυσό στέμμα και φορούσε ένα ροζ φουντωτό φόρεμα με φούξια τριανταφυλλάκια.
Στο πλοίο υπήρχαν πολλοί στρατιώτες που φορούσαν όμορφες μπλε στολές κι ήξεραν να πολεμούν γενναία με τα σπαθιά , τα πιστόλια και τα κανόνια τους για να προστατεύουν τον βασιλιά και την οικογένειά του.
Ξαφνικά ο ναύτης που ήταν στο πιο ψηλό κατάρτι του όμορφου πλοίου και κοίταζε με τα κιάλια, φώναξε τον καπετάνιο να δει κάτι. Κι ο καπετάνιος είδε πέρα μακριά ένα μαύρο πλοίο, με μαύρα πανιά, που ψηλά στο κατάρτι του κυμάτιζε μια μαύρη πειρατική σημαία.
-Συναγερμός! Φώναξε.-Πειρατές μπροστά μας. Ετοιμαστείτε για μάχη.
Κι αμέσως οι άντρες πήραν θέσεις μάχης, άλλοι στα κανόνια κι άλλοι ετοίμασαν τα πιστόλια και τα σπαθιά τους.
Όταν πλησίασε το πειρατικό, έμοιαζε να είναι άδειο γιατί οι πειρατές είχαν κρυφτεί. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές κραυγές κι οι πειρατές πηδώντας κρεμασμένοι σε σχοινιά, μπήκαν στο βασιλικό πλοίο κι άρχισε μια σκληρή μάχη.
Ο καπετάνιος προσπάθησε ν΄απομακρύνει την πριγκίπισσα και να την κρύψει, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί τον είδε ο Στίνγκ, του όρμησε κι οι δυο άντρες άρχισαν να παλεύουν και να κυλιούνται στο πάτωμα. Όμως ο πειρατής ήταν πιο δυνατός , ακινητοποίησε τον καπετάνιο, άρπαξε με το ζόρι την πριγκίπισσα στο ένα του χέρι και ένα σχοινί στο άλλο και πήδησε πίσω στο πλοίο του.
Στο μεταξύ οι πειρατές που ήταν πιο συνηθισμένοι στις μάχες, νίκησαν τους άπειρους στρατιώτες , τους έδεσαν μ΄ε΄να σχοινί , έψαξαν και βρήκαν το δωμάτιο με τους θησαυρούς και με μεγάλη γρηγοράδα τους μετέφεραν στο δικό τους πλοίο.
Πω πω πόσους πολλούς θησαυρούς είχαν μαζέψει. Θα γινόντουσαν όλοι πολύ πλούσιοι κι ήταν πολύ χαρούμενοι γι αυτό, αλλά έπρεπε να πάνε γρήγορα να τους θάψουν για να μη συμβεί κανένα κακό.
Η πριγκίπισσα όμως ήταν πολύ δυστυχισμένη και καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε συνεχώς, Της έδωσαν να φάει κι αρνήθηκε, της έδωσαν νερό να πιεί κι αρνήθηκε… κι έκλαιγε , μόνο έκλαιγε….
Οι πειρατές συνέχιζαν να ταξιδεύουν , πηγαίνοντας στο μυστικό τους νησί , αλλά ο βασιλιάς και η βασίλισσα κόντευαν να τρελαθούν που έχασαν την αγαπημένη τους κόρη . ΄Ετσι αφού έλυσαν τους ναύτες τους συνέχισαν να ταξιδεύουν μήπως κάπου συναντούσαν πάλι τους πειρατές κι εύρισκαν κι έπαιρναν πίσω την κόρη τους.
Μετά από μέρες, έφτασε το πειρατικό καράβι σ΄ένα περίεργο νησί που δεν τόχε κανένας γνωστός χάρτης. Εκεί βγήκαν όλοι οι πειρατές , εκτός από τον Στίνγκ ,που έμεινε μαζί με την πριγκίπισσα, έσκαψαν ένα μεγάλο λάκκο , εκεί μέσα έκρυψαν τους θησαυρούς τους κι αφού έφτιαξαν ένα χάρτη για να δείχνει με λεπτομέρειες το μέρος, γύρισαν χαρούμενοι στο καράβι κι έκαναν ένα γλέντι, όπου όλοι ( εκτός από τον Στίνγκ, ) ήπιαν πολύ και μέθυσαν
Ξαφνικά ο μάγειρας με το κομμένο πόδι είπε:
-Καπετάνιε, θέλω να παντρευτώ τη πριγκίπισσα για να της φτιάχνω ωραία φαγητά να την ταΐζω.
-Όχι, εγώ θα την παντρευτώ είπε ο τιμονιέρης, για να την πηγαίνω βόλτες με το πλοίο μου.
-Όχι εγώ, για να την προστατεύω με το ξίφος μου, είπε ένας άλλος ναύτης .
Και για να μην πολυλογούμε, ξέσπασε ένας άγριος καυγάς , καθώς όλοι ήθελαν να παντρευτούν την όμορφη Ρόζαλι. Βγήκαν τα σπαθιά , βγήκαν τα πιστόλια και στο τέλος κατάφεραν και σκοτώθηκαν όλοι, εκτός από τον καπετάνιο που μόλις είδε την φασαρία, πήρε την πριγκίπισσα και την έκρυψε στην καμπίνα του για να την προστατέψει.
Εκεί λοιπόν όταν ησύχασαν τα πράγματα, ο αρχιπειρατής ζήτησε από την πριγκίπισσα να παντρευτεί εκείνον
-Εγώ ποτέ δεν θα σε παντρευτώ. Ποτέ δεν θα μπορέσω να αγαπήσω έναν πειρατή.
-Μα δεν μπορώ να κάνω κάτι; Να αλλάξω για χάρη σου, γιατί σε αγαπώ πολύ.
-Πρέπει να πλυθείς, να ξυριστείς, να βγάλεις αυτά τα απαίσια ρούχα, ν΄αλλάξεις πλοίο και σημαία και ν΄αλλάξεις δουλειά.
-Κα τι δουλειά θέλεις να κάνω;
-Να γίνεις πλούσιος βασιλιάς σαν τον μπαμπά μου. Τότε ναι θα μπορώ να σε παντρευτώ.
.Τι να κάνει λοιπόν ο Στίνγκ, επέστρεψε στους δικούς της, την πριγκίπισσα με δυο φίλους του που δεν ήτα πειρατές , λέγοντάς της να τον περιμένει.
Ο βασιλιάς σαν γύρισε η κόρη του κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του κι όταν εκείνη του είπε πως την έσωσε ο Στίνγκ, ο γνωστός πειρατής , κι ότι του υποσχέθηκε πως αν αλλάξει θα τον παντρευτεί, δεν του άρεσε καθόλου.
Ο Στινγκ Πήγε λοιπόν και πλύθηκε καλά-καλά, ξυρίστηκε , έβαλε όμορφα καθαρά ρούχα κι έγινε ένα όμορφο παλικάρι.
Πήρε το χάρτη, βρήκε τους θησαυρούς του, τους πούλησε, πούλησε και το πλοίο του και με τα χρήματα αυτά, έφτιαξε ένα όμορφο μεγάλο παλάτι κι αγόρασε ένα καλοφτιαγμένο και καθαρό πλοίο και πήρε για πλήρωμα κανονικούς ναυτικούς και μ΄αυτό ξεκίνησε κι έφτασε στη χώρα της καλής του και πήγε στον βασιλιά και ζήτησε την κόρη του να την παντρευτεί.
Ο βασιλιάς είδε πως είχε αλλάξει και ρώτησε την κόρη του , αν ήθελε αυτό το άντρα. Κι επειδή είχε γίνει πολύ όμορφος και περιποιημένος , εκείνη δέχτηκε με χαρά.
Κι αμέσως έγινε ένας λαμπρός γάμος στο νέο τους παλάτι κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς…. Καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου