ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Φθινοπώριασε!
Τα παιδιά παρατηρούν τα χελιδόνια που ετοιμάζονται και φεύγουν για τις ζεστές χώρες.
Η Ελευθερία είναι ένα κορίτσι που έχει μάτια στο χρώμα της θάλασσας, κόκκινα μαλλιά πιασμένα σε δυο χοντρές πλεξίδες και φακίδες που στολίζουν το όμορφο και έξυπνο προσωπάκι της, κοιτάει τα μικρά ασπρόμαυρα πουλιά κι αναστενάζει.
- Τι έχεις κορίτσι μου, τη ρωτά η νηπιαγωγός της.
- Στεναχωριέμαι…
- Επειδή φεύγουν τα χελιδονάκια; Μα αυτό γίνεται κάθε χρόνο. Το ξέρεις. Φεύγουν γιατί δεν θα μπορέσουν να ζήσουν στο κρύο του χειμώνα.
- Ναι έτσι είναι… αλλά εγώ σκέφτομαι κάτι άλλα πουλάκια που δεν μπορούν να πετάξουν ελεύθερα και να φύγουν , αν θέλουν.
- Δεν σε καταλαβαίνω , τι εννοείς;
- Εννοώ τα πουλάκια που είναι φυλακισμένα σε κλουβιά. Σε μικρά και μεγάλα κλουβιά στην αυλή του κ. Πουλή.
- Ποιος είναι αυτός ο κύριος Πουλής ;
- Είναι ένας γείτονας που έχει πολλά κλουβιά με πουλάκια στην αυλή του κι όλη η γειτονιά τον λέει έτσι. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το όνομά του.
- Και τι τα κάνει τόσα πουλιά;
- Δεν ξέρω. Πάντως εγώ τα ακούω να κελαηδούν κάθε πρωί και μεσημέρι που περνάω έξω από το σπίτι του.
Η νηπιαγωγός συγκέντρωσε τα παιδιά , τους είπε το πρόβλημα που απασχολούσε την μικρή Ελευθερία και τους ζήτησε να βρουν λύση.
Τα παιδιά είπαν διάφορες ιδέες..
Ο Δημήτρης είπε να πάνε νύχτα, να σκαρφαλώσουν τον μαντρότοιχο , να ανοίξουν τα κλουβιά και να ελευθερώσουν τα πουλιά.
Η Κλεοπάτρα είπε να πάνε επίσκεψη και να γνωρίσουν τον κύριο με τα πουλιά και να του πουν να τα ελευθερώσει.
Όλοι συμφώνησαν ότι αυτή ήταν μια καλή ιδέα.
- Ωραία , είπε η νηπιαγωγός στην Ελευθερία, θα σου δώσω ένα σημείωμα να το πας στον κύριο , όπου θα του ζητούμε να μας επιτρέψει να τον επισκεφτούμε την άλλη Δευτέρα και να γνωρίσουμε τα πουλιά που έχει στην αυλή του. Θα του γράψω και το τηλέφωνο του σχολείου για να μπορεί να μας απαντήσει.
Κι έτσι έγινε. Το μεσημέρι που ήρθε η μαμά της και την πήρε από το νηπιαγωγείο, περνώντας από το σπίτι του κυρίου Πουλή, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και του έδωσε το σημείωμα. Εκείνος το πήρε απορημένος κι έκλεισε την πόρτα.
Την άλλη μέρα η νηπιαγωγός είπε στα παιδιά ότι την Δευτέρα θα πήγαιναν να γνωρίσουν τον κύριο Πουλή και τα πουλιά που είχε στα κλουβιά στην αυλή του. Και ότι καλό θα ήταν να ζωγράφιζε το κάθε παιδί μια κάρτα για να την χαρίσουν σ αυτόν τον τόσο ευγενικό κύριο.
Τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία να έρθει η Δευτέρα. Κι όταν επιτέλους ήρθε πήραν τα μικρά τους δωράκια, μπήκαν στη γραμμή κι έφτασαν στο σπίτι του κυρίου Πουλή, που τα περίμενε χαμογελαστός στην πόρτα της αυλής του και τα καλωσόρισε με φρέσκα μοσχομυριστά μπισκοτάκια που μόλις τα είχε βγάλει από το φούρνο.
Τα παιδιά μπήκαν στο χώρο και τα έχασαν. Πραγματικά τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά πουλιά δεν είχαν ξαναδεί. Μικρά μεγάλα, κοντά πιο ψηλά, λεπτά, παχουλά, λευκά, μαύρα, ασπρόμαυρα, κόκκινα, πολύχρωμα…
Αφού περιεργάστηκαν με την ησυχία τους τα πουλιά κάθισαν σε ένα κύκλο γύρω από τον κύριο Πουλή για να τον ρωτήσουν κάποια πράγματα.
Πρώτη μίλησε η Ελευθερία.
- Κύριε Πουλή, είπε κι ο άνθρωπος άρχισε να γελάει….
- Δεν με λένε Πουλή.., είπε όταν σταμάτησε να γελάει, αλλά ξέρω ότι με λένε έτσι στη γειτονιά και δεν με πειράζει καθόλου.
- Ωραία λοιπόν, η πρώτη μου ερώτηση, είναι γιατί έχετε τόσα πουλιά στα κλουβιά;
- Γιατί τα αγαπάω , τα φροντίζω και τα προστατεύω και γιατί κι εκείνα μου κάνουν καλή παρέα με το γλυκό τους κελάηδημα.
- Νομίζετε ότι είναι ευτυχισμένα μέσα στα κλουβιά;, είπε ο Μιχάλης
- Ναι έτσι νομίζω, γιατί τα ακούω και κελαηδάνε.
- Μήπως θα ήταν καλύτερα να πετούσαν ελεύθερα; Είπε η Αναστασία
- Δεν ξέρω τι να σας πω;
- Εσείς θα ήσαστε χαρούμενος αν ήσαστε κλεισμένος σ΄ένα κλουβί; Είπε ο Βασίλης.
Ο κυρ Πουλής το σκέφτηκε…
- Μάλλον όχι.
- Μήπως το ίδιο νοιώθουν και τα πουλάκια;
- Δεν ξέρω τι να σας πω. Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι. Εγώ επειδή τα αγαπώ , τα φροντίζω και τα προστατεύω, νόμιζα πως θα ήταν χαρούμενα.
- Μήπως τότε , πρέπει να τα ελευθερώσετε;
- Μα πώς θα γίνει αυτό; Αυτά δεν έχουν βγει ποτέ από τα κλουβάκια τους. Όταν πετούν ελεύθερα θα κινδυνεύουν από ένα σωρό κινδύνους, από πιο μεγάλα πουλιά, από ζώα, από κυνηγούς από φυτοφάρμακα, από παγίδες…
-Θα μάθουν, όπως μαθαίνουμε κι εμείς τα παιδιά. Θα φροντίσουν για αυτό τα άλλα πουλιά που πετούν ελεύθερα και ξέρουν.
- Θέλω να μου δώσετε χρόνο και να το σκεφτώ.
- Σας ευχαριστώ πολύ για τα δωράκια που μου φέρατε, τους είπε καθώς τα παιδιά τον αποχαιρετούσαν.
Την άλλη μέρα τους ειδοποίησε να τον επισκεφτούν ξανά.
Κι όταν τα παιδιά μπήκαν στην αυλή τους είπε:
-Παιδιά είχατε δίκιο. Τα πουλιά μου πρέπει να ζήσουν χαρούμενα . Πρέπει να γνωρίσουν τον κόσμο με τα δικά τους μάτια και να στηρίζονται στα δικά τους φτερά. Έχουν δικαίωμα στην ελευθερία. Κι επειδή εσείς με κάνατε να το σκεφτώ και να πάρω αυτή την απόφαση, θέλω ο καθένας από σας να ανοίξει την πόρτα από ένα κλουβί και να ελευθερώσει το πουλάκι που ζει μέσα.
Ένα ένα τα παιδιά άνοιγαν τις πόρτες των κλουβιών. Τα πουλάκια στην αρχή ήταν δισταχτικά .Σιγά-σιγά πήραν θάρρος κι άρχισαν να πετούν ελεύθερα σε κύκλους πάνω από την αυλή του κυρ Πουλή.
Δάκρυα χαράς κύλησαν στα μάτια του.
Φωνούλες χαράς ξέφυγαν από τα χαμογελαστά στόματα των παιδιών.
Κι αν περάσει κανείς από το σπίτι του θα δει καθημερινά πολλά πουλιά να κάνουν βόλτες πάνω από την αυλή του, τιτιβίζοντας χαρούμενα .
Τα παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο , ικανοποιημένα γιατί είχαν πετύχει κάτι τόσο σημαντικό.
Η Ελευθερία όμως είχε κολλήσει πάλι το προσωπάκι της πάνω στο τζάμι και κοίταζε έξω τους γλάρους…
- Τι έχεις μικρή μου; Δεν είσαι χαρούμενη;
- Είμαι κυρία , αλλά να , νοιώθω κι εγώ σαν νάμαι ένα πουλάκι σε κλουβί! Εγώ θα ήθελα να ήμουν ένας γλάρος ταξιδευτής. Να μπορούσαν να πετάξω πάνω από θάλασσες κι από στεριές και να φτάσω στο καράβι του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου είναι σπουδαίος καπετάνιος, κυρία . Θέλω να πετάξω κοντά του για να του πόσο πολύ τον αγαπώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου