Ο ΜΠΑΝΤΑΜΠΟΥΜΠΑ
Μια φορά και έναν καιρό , την εποχή που οι πειρατές ήταν φόβος και τρόμος στη θάλασσα , ζούσε ένας πειρατής που τον έλεγαν Μπανταμπούμπα.
Ήταν όμορφος και κομψός με περιποιημένα γένια και μουστάκια , είχε ένα σκουλαρίκι στο αυτί και ένα μαύρο πετσί στο ένα του μάτι , γιατί είχε χτυπήσει σε μια μάχη . Ένας κακός πειρατής είχε παλέψει μαζί του και τον σημάδεψε με μια σπαθιά στο πρόσωπο . Φορούσε ένα μαύρο καπέλο με το πειρατικό σήμα κει ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό.
Είχε ένα όμορφο ξύλινο πλοίο με πανιά και πολλά κανόνια . Ψηλά ανέμιζαν δυο σημαίες , μια μαύρη πειρατική και μια άσπρη με έναν κόκκινο δράκο γιατί το πλοίο του λέγονταν « Κόκκινος δράκος» κι είχε μπροστά του στην πλώρη ένα κόκκινο κεφάλι δράκου και πίσω στην πρύμνη μια κόκκινη ουρά δράκου.
Είχε για πλήρωμα αρκετούς άντρες που όλοι άκουγαν και σέβονταν τον καπετάνιο τους αλλά και τον φοβόταν γιατί νευρίαζε και γίνονταν θεριό ανήμερο . Ο πειρατής,ο καπετάν Μπανταμπούμπα λήστευε μόνο τους άλλους κακούς πειρατές γι’ αυτό ήθελε πάντα το πλήρωμα του να’ ναι έτοιμο για περιπέτειες και για σκληρές μάχες γιατί οι κακοί πειρατές δεν ήταν εύκολοι αντίπαλοι .
Αυτό μάλιστα απέδειξαν με την επίθεση που έκαναν στο καράβι του, όπου εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά κι οι πειρατές έκλεψαν τους θησαυρούς του .. Κι όταν έγινε αυτό, έβγαλε αφρούς από το κακό του . Αποφάσισε λοιπόν να ψάξει σε όλες τις θάλασσες για να τους βρει και να πάρει πίσω τους θησαυρούς του.
΄Εμαθε ότι οι πειρατές που τον λήστεψαν ήταν οι άντρες του ξακουστού για την σκληράδα του , πειρατή Καρατζούλη.
Περίμενε να φυσήξει άνεμος για να φουσκώσει τα πανιά του πλοίου και ν α ταξιδέψει κι όταν έγινε αυτό σήκωσε την άγκυρα και σάλπαρε.. Ταξίδευε 20 ημέρες και 20 νύχτες μα δε συνάντησε κανένα πειρατικό καράβι , όταν ξαφνικά τους έπιασε μεγάλη φουρτούνα κι αναγκάστηκε να δέσει το πλοίο του σ’ ένα παράξενο νησί , μέχρι να περάσει η μπόρα. Είδε λοιπόν με τα κιάλια του στην παραλία του νησιού να περπατούν 2 δράκοι , ένας μαύρος και ένας πράσινος . ΄Ολοι οι πειρατές ήξεραν πως τους θησαυρούς του ο κακός βασιλιάς των πειρατών ο Καρατζούλης , τους έκρυβε σ’ ένα παράξενο νησί όπου τα δέντρα είχαν κόκκινα φύλλα και τους φύλαγαν 2 δράκοι.
Ο Μπανταμπούμπα σκέφτηκε να βρει ένα τρόπο για ν’ αρπάξει τους κρυμμένους θησαυρούς κι έβαλε υπνωτικό βοτάνι μέσα σε φαγητό και το πήγε στην βάρκα και το άφησε στην παραλία . Όταν οι δράκοι έφαγαν το φαγητό έπεσαν σε βαθύ ύπνο κι έτσι αυτός με τους άντρες του βγήκαν στο νησί , έψαξαν και έσκαψαν και βρήκαν τους θησαυρούς που ήταν στ’ αλήθεια πολλοί . Τους πήραν στο καράβι κι έφυγαν γρήγορα , γρήγορα από το νησί.
Όταν ξύπνησαν οι δράκοι κι είδαν τι είχε συμβεί άρχισαν να βγάζουν φωτιές από τα ρουθούνια τους και πήρε το νησί φωτιά. Δεν ήξεραν τι να κάνουν . Πήραν λοιπόν ο καθένας από ένα μεγάλο βράχο στα νύχια τους και προσπάθησαν να χτυπήσουν το καράβι , πετώντας από πάνω του , αλλά ο Μπανταμπούμπας που ήταν έμπειρος καπετάνιος κατάφερε κι απέφυγε τους βράχους και συνέχισε το ταξίδι του.
Την άλλη μέρα που έριξαν τα δίχτυα για να ψαρέψουν κανένα ψάρι για να φάνε οι πειρατές του «κόκκινου δράκου « , έπλεξε μέσα στα δίχτυα του η γοργόνα η Νερένια . Ο καπετάνιος της είπε πως θα της χάριζε τη ζωή και θα την έριχνε πίσω στη θάλασσα μόνο αν του έλεγε που ήταν οι πειρατές που του έκλεψαν τους θησαυρούς του, γιατί έπρεπε να τιμωρηθούν.
Η γοργόνα φώναξε το φίλο της τον Φλάπυ , το δελφίνι και τον ρώτησε αν ήξερε τίποτα γι’ αυτό . Ο Φλάπυ συγκέντρωσε όλα τα δελφίνια της περιοχής μήπως κάτι ήξεραν και πραγματικά ένα δελφίνι είπε πως σ’ ένα νησί εκεί κοντά , που δεν το ΄χε ο χάρτης , είναι αραγμένο ένα πειρατικό και δεν φεύγει γιατί όλοι οι πειρατές εκεί είναι μαλωμένοι . ΄Εχουν μια όμορφη γυναίκα στο καράβι , που όλοι θέλουν να παντρευτούν και γι αυτό μαλώνουν. Εκείνη πάλι δεν θέλει κανένα και φωνάζει συνέχεια βοήθεια .
Ο Φλάπυ πήγε γρήγορα τα νέα στον καπετάν Μπανταμπούμπα , κι αυτός τους ευχαρίστησε και τους είπε πως πάντα , όταν τον χρειάζονται θα είναι κοντά τους κι’ έφυγε για να βρει τους κακούς πειρατές και να τους τιμωρήσει . Οδηγός μπροστά ήταν το δελφίνι που γνώριζε που ήταν το νησί.
Το πλήρωμα του «κόκκινου δράκου» ετοιμάζονταν για πολύ μεγάλη μάχη μα όταν έφτασαν κι είδαν με τα κιάλια , ανακάλυψαν ότι το πλοίο του αρχηγού των πειρατών , ήταν πολύ μεγάλο ( το πιο μεγάλο καράβι που είχαν δει ) και το πλήρωμα ήταν πάρα πολλοί και μεγαλόσωμοι άντρες και σκέφτηκαν ότι δεν θα ήταν εύκολο να τα βάλουν μαζί τους . Τότε ο καπετάν Μπανταμπούμπα σκέφτηκε να στείλει μια ομάδα με αρχηγό τον αξιωματικό του και να προσφέρει ένα ακριβό δώρο από τους θησαυρούς που είχε μαζέψει μαζί μ’ ένα μπουκάλι ρούμι ( που θα’ χε μέσα υπνωτικό βότανο ) και να ζητήσει να τον δεχτεί ο αρχηγός των πειρατών( λέγοντας πως του είναι ένας μεγάλος και τρανός άρχοντας που ήθελε να τον γνωρίσει ).
Πραγματικά μια βάρκα με την ομάδα από τον «κόκκινο δράκο» πλησίασε το πλοίο του Καρατζούλη και δέχτηκε να πάρει τα δώρα και την άλλη μέρα να γνωρίσει αυτό τον τρανό άρχοντα που του έκανε τέτοια τιμή . Μετά κέρασε όλο το πλήρωμα ένα ποτήρι από το εκλεκτό ρούμι του άρχοντα και βέβαια όλοι σε λίγο κοιμόταν πάνω στο πλοίο.
Τότε όρμισε ο καπετάν Μπανταμπούμπα κι ελευθέρωσε τη γυναίκα που ήταν μια πανέμορφη πριγκίπισσα ( και μόλις την είδε την ερωτεύτηκε τρελά) , έβγαλε τους κομισμένους πειρατές στο νησί και έκλεψε το πλοίο τους .
Μετά έκαναν μια μεγάλη γιορτή πάνω στο πλοίο και είπε στο πλήρωμά του ότι μετά απ’ αυτήν την περιπέτεια , αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θάλασσα, να παντρευτεί την πριγκίπισσα , αν τον ήθελε βέβαια κι αυτή και να ζήσει με την οικογένεια του στη στεριά γιατί δεν ήθελε να κινδυνέψουν άλλο από κακούς πειρατές .
Μοίρασαν τους θησαυρούς που ήταν πάρα πολλοί και έζησε ευτυχισμένος στη στεριά με τη γυναίκα του ( γιατί η όμορφη πριγκίπισσα τον αγάπησε κι εκείνη από την πρώτη στιγμή που την έσωσε) και τα παιδιά που απέκτησε, χωρίς τον φόβο των πειρατών.
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου