Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

 

ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΑΡΩΜΑΤΑ
ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ



Ζούσε κάποτε στον κάμπο με τις λεμονο-πορτοκαλιές, ένας πλούσιος άρχοντας με την οικογένειά του.
Το σπίτι ήταν χτισμένο  δεξιά , στην είσοδο του μεγάλου κτήματος όπου έμπαινες από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα με το οικόσημο της οικογένειας που ήταν ένας γυπαετός.

Πίσω από την πόρτα η αυλή ήταν στρωμένη με άσπρα και μαύρα βότσαλα σε υπέροχα βοτσαλωτά σχέδια.

Αριστερά ήταν και ο μάγκανος που έδινε νερό στην μαρμάρινη στέρνα. Το νερό κυλούσε από την στέρνα κι έφτανε στο περιβόλι για να ποτίσει τα δέντρα.

Εκεί δίπλα ήταν κι ο μεγάλος λαχανόκηπος που φύτευαν λαχανικά, ανάλογα με την εποχή, για τις ανάγκες του σπιτιού.

Στο κτήμα εκτός από λεμονιές και πορτοκαλιές, είχε συκιές,
αμυγδαλιές, ροδιές και πιο μέσα έναν μεγάλο ελαιώνα που έμοιαζε σαν ασημένια θάλασσα κάτω από τον ήλιο.

Την είσοδο του περιβολιού, στόλιζαν τριανταφυλλιές, γιασεμιά, αγιόκλημα και λογής, λογής πολύχρωμα λουλούδια.

Μια εντυπωσιακή μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στο επάνω πάτωμα του αρχοντικού, όπου έμενε το ζευγάρι.

Στο κάτω πάτωμα του σπιτιού ήταν η κουζίνα, το πλυσταριό, η αποθήκη και ο χώρος που έμενε το προσωπικό. Χρειαζόταν άνθρωποι για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και να φροντίζουν το περιβόλι, κι αυτοί ήταν ένα
ζευγάρι, άξιοι άνθρωποι και προκομμένοι. Η γυναίκα φρόντιζε όλο το σπιτικό κι έφτιαχνε όμορφα φαγητά, γλυκά του κουταλιού και
ποτά από όλα τα καλούδια που έβγαζε το κτήμα ενώ ο άντρας φρόντιζε το περιβόλι.

Λίγο πιο πέρα ήταν οι στάβλοι όπου έμεναν τα καθαρόαιμα άλογα και το υποστατικό όπου έβαζαν την άμαξα για τις μετακινήσεις τους.

Το καλοκαίρι που παντρεύτηκαν οι άρχοντες, το ζευγάρι των εργατών απόκτησε το πρώτο και μονάκριβο του παιδί. Ήταν ένα
όμορφο αφράτο αγόρι με μάτια μελιά που όλο γελούσε κι η μανούλα του το νανούριζε κουνώντας μια πάνινη κούνια που έφτιαξαν ανάμεσα στα κλαδιά μιας συκιάς.

-Πάρε το ύπνε το παιδί,
κι άμε το στα περβόλια.
Γέμισε τα στηθάκια του,
γαρύφαλλα και ρόδα.
Κοιμήσου εσύ , μωράκι μου,
σε κούνια καρυδένια,
σε ρουχαλάκια κεντητά
και μαργαριταρένια.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη,
κοιμήσου με το μέλι
και νίψου με το ανθόνερο,
που νίβονται οι αγγέλοι.

Κι εκείνο κοιμόταν ήρεμο κι ονειρευόταν……
Πέρασαν χρόνια μέχρι να αποκτήσει και το ζευγάρι των αρχόντων το πολυπόθητο παιδί τους.
Μια ανοιξιάτικη μέρα η αρχόντισσα γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι που είχε μενεξεδιά μάτια και ξανθά μαλάκια κι όταν γελούσε τα
μαγουλάκια του έκαναν λακάκια.  Ήταν σαν μια μικρή νεράιδα. Ο άρχοντας ξετρελάθηκε με την μοναχοκόρη του. Πού τον έχανες, πού τον
έβρισκες ήταν συνεχώς πάνω από το στολισμένο κρεβατάκι της μονάκριβης του.

Κι η μητέρα της μικρούλας την νανούριζε…..

Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου,
Στην Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου…..

Η Ανθή (έτσι έλεγαν το κοριτσάκι) κατέβαινε στην αυλή κι έπαιζε παιχνίδια με τον Λιοντή (το γιο του επιστάτη) κι εκείνος της μάθαινε ένα σωρό πράγματα
για τα λουλούδια, τα έντομα, τα δέντρα, τα πουλιά και τα ζώα που είχαν στο περιβόλι.

Ο Λιοντής πήγαινε σχολείο και μετά βοηθούσε τον πατέρα του. Μέρα με τη μέρα μάθαινε όλα τα μυστικά της δουλειάς του γεωργού. Έτσι έμαθε να διαβάζει τα σημάδια του καιρού, και πότε έπρεπε να γίνει κάθε δουλειά στο κτήμα. Ήταν πάντα ένα πρόθυμο κι εργατικό παιδί.

Κι ο χρόνος  ήρεμα κυλούσε 
Τα παιδιά ξυπνούσαν με το γλυκό κελάηδημα των πουλιών και μεγάλωναν μέσα στ΄αρώματα και στα χρώματα του περιβολιού.

Ο μικρός Λιοντής ονειρευόταν να γίνει μια μέρα μεγάλος και τρανός, γιατί γρήγορα κατάλαβε ότι η καρδιά του, η ζωή του όλη ανήκε
στην Ανθή. Και μόνο αν γινόταν ένας πλούσιος άρχοντας θα μπορούσε να την ζητήσει από τον πατέρα της.

Η μικρή Ανθή ξετρελαινόταν με τα παιχνίδια και τα αστεία του Λιοντή.

Τα παιδιά μεγάλωναν αλλά αυτή η συναναστροφή δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα της Ανθής, που έδωσε εντολή να μην μπαίνει στην
αυλή ο Λιοντής όταν κατέβαινε να παίξει η Ανθή.

Ο Λιοντής στεναχωρήθηκε, αλλά έπρεπε να υπακούσει στην εντολή του αφέντη. Κι έτσι όταν η μικρή κατέβαινε να παίξει εκείνος κρυβόταν πίσω από τον κορμό μιας μεγάλης συκιάς για να την βλέπει. Κάποια στιγμή, έβγαινε
κρυφά και της έδινε ένα τριαντάφυλλο.

Η Ανθή στην αρχή δεν καταλάβαινε γιατί δεν ερχόταν ο φίλος της να παίξουν. Ρώτησε όμως την μητέρα της κι εκείνη της είπε απλά ότι «δεν είναι πρέπον».

-Τι είναι αυτό το πρέπον μανούλα; Έκανε κάτι κακό ο Λιοντής;
-Όχι παιδί μου, αλλά δεν είναι σωστό να παίζετε μαζί εσύ η κόρη του άρχοντα με τον γιο του επιστάτη.
-Και γιατί δεν είναι σωστό;
-Γιατί δεν είναι…
απάντησε η μητέρα της που δεν είχε τι άλλο να της πει.


Κι ο χρόνος κυλούσε σαν το γάργαρο νεράκι…
Ο Λιοντής έγινε ένας ψηλός λεβέντης κι η Ανθή όμορφη σαν νεράιδα. Τότε ήταν που ο πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει και διάλεξε γι άντρα της τον πιο πλούσιο του κάμπου.

Σαν τόπε στην Ανθή, εκείνη έβαλε τα κλάματα.

Δεν ήθελε να παντρευτεί ακόμα γιατί ήταν μικρή, του είπε. Όμως εκείνη
ήξερε πως αγαπούσε τον Λιοντή και μόνο αυτόν θα παντρευόταν.

Σαν το ΄μαθε ο Λιοντής πήγε να πεθάνει. Αποφάσισε όμως να φύγει. Να μπει σ’ ένα καράβι και να φύγει. Πριν φύγει όμως της έστειλε ένα μήνυμα μ’ ένα περιστέρι.

Η Ανθή ξαφνιάστηκε σαν είδε το περιστέρι στο παραθύρι της, αλλά σαν
διάβασε το μήνυμα καταχάρηκε. Ο Λιοντής της ζητούσε να την συναντήσει το βράδυ στην άκρη του περιβολιού στη μαρμαρένια βρύση.

Έτσι όταν όλοι κοιμήθηκαν η Ανθή κι ο Λιοντής συναντήθηκαν κάτω απ’ το φως του φεγγαριού.

Ο Λιοντής της είπε:
-Ανθή θέλω να σε αποχαιρετήσω γιατί θα φύγω μακριά για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα.
-Κι εγώ πώς θα ζήσω μακριά σου;
-Μα εσύ θα παντρευτείς τον άντρα που διάλεξε ο πατέρας σου. Έτσι γίνεται...
-Κι αν εγώ θέλω να παντρευτώ εσένα;
-Κι εγώ το θέλω, αλλά δεν είναι πρέπον
έτσι μου είπε η μάνα μου.
-Μα εγώ από μικρό κορίτσι εσένα αγαπάω, εσένα ξεχώρισα κι εσένα θέλω γι άντρα μου.
-Κι εγώ σ’αγαπάω, αλλά αυτό δεν μπορεί
να γίνει. Εσύ είσαι η κόρη του άρχοντα κι εγώ ο γιος του επιστάτη ... πρέπει να φύγω να δουλέψω στα καράβια. Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω.

-Θα σε περιμένω για όσο κι αν χρειαστεί, είπε κι έφυγε κλαίγοντας.

Όμως τα δυο παιδιά δεν ήταν μόνα τους στο περιβόλι. Εκείνη την στιγμή είχε βγει να σεργιανίσει η θεά Δήμητρα και τα άκουσε όλα. Κι όταν είδε τον Λιοντή, δυο μέτρα παλικάρι να κλαίει, τον πλησίασε και του είπε:

-Μη στεναχωριέσαι κι όλα θα τακτοποιηθούν.

Ο Λιοντής κατατρόμαξε. Είχε ακούσει για ξωτικά, για αγγελούδες κι άλλα τέτοια πλάσματα και σκιάχτηκε.

Ξαφνικά όπως ήρθε, εξαφανίστηκε «η κυρά» από μπροστά του.

Την άλλη μέρα κάτι δεν πήγαινε καλά στο περιβόλι. Μια περίεργη αρρώστια απειλούσε φυτά και δέντρα που το ένα μετά το άλλο άρχισαν να ξεραίνονται.

Ο Επιστάτης ειδοποίησε τον άρχοντα για το ανεξήγητο κακό κι αυτό φώναξε αμέσως ειδικούς ανθρώπους που ήξεραν πολλά για τα δέντρα για να αντιμετωπίσουν την ζημιά. Το περίεργο όμως ήταν πως κανένα από τα  διπλανά περιβόλια δεν είχε πρόβλημα. Δοκίμασαν λοιπόν διάφορα φάρμακα και ματζούνια μα τα δέντρα συνέχισαν να ξεραίνονται. Αυτό ήταν μεγάλη καταστροφή! Ο άρχοντας δεν ήξερε τι να κάνει...

Είπε λοιπόν πως όποιος κατάφερνε να σώσει το περιβόλι του θα γινόταν γαμπρός του και θα παντρευόταν την μονάκριβη θυγατέρα του.

Εκείνο το βράδυ επισκέφτηκε η θεά Δήμητρα τον Λιοντή (στον ύπνο του για να μην τον τρομάξει πάλι) και του άφησε ένα κανάτι με μαγικό νερό.

 «Λίγες σταγόνες απ’ αυτό θα ρίξεις στη ρίζα κάθε δέντρου κι αυτό θα ξαναζωντανέψει. Μη φοβάσαι ότι θα τελειώσει. Είναι μαγικό και δεν τελειώνει ποτέ», του ψιθύρισε.

Όταν ξύπνησε ο Λιοντής δεν πίστευε στα μάτια του. Νόμιζε πως είχε δει στον ύπνο του την κυρά, αλλά δίπλα του είδε το κανάτι με το μαγικό νερό. Το πήρε και κατέβηκε γρήγορα στο περιβόλι. Πρώτη πότισε την κόκκινη τριανταφυλλιά που αμέσως ζωντάνεψε και γέμισε μοσχομυριστά τριαντάφυλλα.

Μετά πότισε μια λεμονιά, μια πορτοκαλιά, μια συκιά, μια ροδιά, μια αμυγδαλιά, μια ελιά κι όλα τα δέντρα άνθισαν και σκόρπισαν γύρω
τους μεθυστικές μυρωδιές, σαν να ξαναγεννήθηκαν.

Τότε πήγε στον άρχοντα και του είπε πως μπορούσε να βοηθήσει. Κι εκείνος που δεν είχε άλλη λύση δέχτηκε τη βοήθεια του Λιοντή.

Το παλικάρι  δούλεψε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ποτίζοντας με το μαγικό νερό «της κυράς» όλα τα δένδρα και τα φυτά περιβολιού.

Κι όταν το περιβόλι έγινε καλύτερο απ΄ό,τι ήταν πριν ο Λιοντής πλύθηκε, ντύθηκε και πήγε στον άρχοντα να ζητήσει το χέρι της Ανθής.

Ο άρχοντας όμως, που δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα έδινε την μονάκριβή του στο γιο του επιστάτη του, είπε:

-Το καλό που σου θέλω είναι να φύγεις γρήγορα από δω και να μην σε ξαναδώ. Ντρόπιασες τα γονικά σου μ’ αυτό που έκανες.

-Μα δεν έκανα τίποτα. Εγώ μόνο καλό έκανα και σας βοήθησα να μην χάσετε το περιβόλι σας.
-Και ποιος έριξε την αρρώστια στα δέντρα και τα φυτά μου;

-Δεν ξέρω..
-Εσύ το έκανες! Να φύγεις αμέσως από δω. Θα διώξω και τους γονείς σου από το κτήμα μου. Η κόρη μου δεν είναι για σένα
.

Ο Λιοντής μπάρκαρε στο πρώτο πλοίο που βρήκε κι έφυγε, ενώ οι γονείς του έφυγαν από το κτήμα κι έψαχναν δουλειά και σπίτι για να μείνουν.

Η Ανθή στεναχωρήθηκε πολύ. Ο πατέρας της, που τόσο τον αγαπούσε, ήταν άδικος. Ο Λιοντής δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Από τότε δεν ξαναμίλησε και δεν ξαναβγήκε από το σπίτι. Κατέβαινε μόνο κι έκανε βόλτες στο
περιβόλι κι έκλαιγε.

Πολλά παλικάρια που ήθελαν την Ανθή για την ομορφιά και την ζηλευτή προίκα της, ζήτησαν να την παντρευτούν αλλά εκείνη δεν ήθελε κανέναν.

Εν τω μεταξύ ο Λιοντής αφού δούλεψε σκληρά μερικά  χρόνια, μάζεψε αρκετά χρήματα, επέστρεψε στο νησί κι αγόρασε στους γονείς του ένα χωραφάκι που
είχε ένα μικρό σπίτι κι ένα πηγάδι για νερό.

Έμαθε τα νέα για την αγαπημένη του κι αποφάσισε να την συναντήσει στο ίδιο σημείο του περιβολιού. Έτσι πάλι με τον ίδιο τρόπο της έστειλε μήνυμα και το βράδυ εκείνος πήδησε τον πέτρινο  μαντρότοιχο και συναντήθηκαν πάλι.
Τότε για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, μίλησε η Ανθή για να του πει «σ’αγαπώ!».

-Τώρα είμαι εγώ εδώ και μη φοβάσαι. Κάτι θα σκεφτώ για να είμαστε μαζί. Της είπε και την αγκάλιασε.

Το βράδυ η θεά Δήμητρα, που τα είδε όλα αυτά, ήρθε πάλι στον ύπνο του και του είπε:

«Επειδή είσαι τίμιο και άξιο παλικάρι θα σου αποκαλύψω ένα μυστικό. Σκάψε  γύρω από τον πλάτανο που είναι κοντά στο πηγάδι του χωραφιού σου. Ό,τι βρεις να είναι εκεί κρυμμένο, είναι από πειρατές, από τα πολύ παλιά χρόνια και τώρα θα γίνει δικό σου».

Ο Λιοντής ξύπνησε παραξενεμένος για το όνειρο που είχε δει, αλλά και την άλλη φορά αυτή η κυρά τον είχε βοηθήσει γι αυτό την εμπιστεύτηκε.  Την άλλη μέρα πήγε κι έσκαψε εκεί που του είχε πει «η κυρά» και βρήκε ένα μπαουλάκι γεμάτο χρυσά νομίσματα. Τώρα ήταν πια κι αυτός πλούσιος και θα μπορούσε να πάρει γυναίκα του την Ανθή και να μην τους λείψει τίποτα.

Αγόρασε λοιπόν ένα όμορφο αρχοντικό σπίτι με κτήμα και το ετοίμασε για να μείνει εκεί με την αγαπημένη του.

Αποφάσισε τότε να συναντήσει τον πατέρα της Ανθής να την ζητήσει για γυναίκα του, αλλά αυτός δεν καταδέχτηκε ούτε να τον δει.

Τα δυο παιδιά συνέχιζαν να συναντιούνται κρυφά τα βράδια. Κι όταν της είπε για την νέα άρνηση του πατέρα της, αποφάσισαν να παντρευτούν κρυφά σ’ ένα ξωκλήσι.

Τη βραδιά του γάμου τους, καθώς επέστρεφαν με την νυφοστόλιστη άμαξα στο αρχοντικό τους, είδαν μια σκιά να αφήνει στην πόρτα τους ένα μικρό δεντράκι που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί και να χάνεται στο κτήμα

«Δώρο από μένα για την αγάπη σααααας.

 Είναι μια μανταρινιάαααα.

 Ένα δέντρο που κανένα περιβόλι δεν έχει μέχρι σήμερα στον Κάμποοοο»
ακούστηκε  σαν ηχώ στον αέρα η γνωστή φωνή της «κυράς».

Ο Λιοντής φύτεψε με τα ίδια του τα χέρια το δέντρο που σε λίγο καιρό έδωσε τους μυρωδάτους πορτοκαλόχρωμους μικρούς καρπούς του και πλημύρισε
το κτήμα μ’ αυτό το νέο εσπεριδοειδές.

Ο πατέρας της Ανθής σαν έμαθε για το καινούριο τούτο προϊόν, μετάνιωσε που φέρθηκε τόσο άσχημα κι αδίκησε αυτό το άξιο παλικάρι κι επισκέφτηκε το σπίτι του Λιοντή και της Ανθής για να ζητήσει συγγνώμη και
να γνωρίσει τα δίδυμα εγγονάκια του, που γεννήθηκαν από το γάμο των δύο των παιδιών.

Κι από τότε μόνο η αγάπη κι η χαρά πλημυρίζουν το σπιτικό και το περβόλι τους στον κάμπο, καθώς κάθε μέρα ζουν κι απολαμβάνουν όλοι μαζί τις ομορφιές του!

ΤΕΛΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...