Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

 

 

 

 ΕΝΑ ΜΠΡΙΚΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΓΑΝ ΟΜΗΡΟ

Πριν πολλά-πολλά χρόνια στο νησί μας ήταν κατακτητές  οι Τούρκοι. Κι αυτοί έκαναν ό,τι ήθελαν. Έδιναν διαταγές κι οι Χιώτες έπρεπε να υπακούσουν γιατί διαφορετικά τους έκλειναν φυλακή και τους έπαιρναν το βιος τους..Η αλήθεια βέβαια είναι ότι λόγω της μαστίχας που παράγει το νησί , δεν φερόταν τόσο σκληρά όσο  στην υπόλοιπη Ελλάδα. Έπαιρναν όμως ένα πολύ μεγάλο ποσό από τον κόπο των ανθρώπων, τόσο που τα υπόλοιπα χρήματα και προϊόντα  δεν έφταναν για τον κόσμο.

Κι οι Χιώτες περνούσαν δύσκολα κι ήταν ζούσαν φοβισμένοι .

Στο όμορφο νησί μας  λοιπόν, τη Χίο,  ζούσε κι η οικογένεια του καπετάν Διαμαντή. Ένα μικρό ξύλινο καράβι με πανιά και κουπιά, ένα μπρίκι ,είχε ο καπετάν Διαμαντής κι αυτό ήταν όλο το βιος του. Ήταν τίμιος κι εργατικός  κι όλοι τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν.

Ήταν περήφανος για το σκαρί του τον «Όμηρο» ( προς τιμήν του μεγάλου  αρχαίου ποιητή που λέγεται πως έζησε στη Χίο) και το πρόσεχε σαν τα μάτια του. Μ αυτό έβγαινε για ψάρεμα, μ αυτό μετέφερε ανθρώπους σε κοντινά νησιά , μ αυτό μετέφερε πορτοκάλια, μανταρίνια ,μαστίχα, μετάξι, λάδι ,αμύγδαλα  σύκα, κρασί, σε άλλους τόπους. Πολλές φορές κάτω από τα εμπορεύματα μετέφερε  σε κοντινά νησιά κρυμμένους ανθρώπους που αναζητούσαν οι Τούρκοι να τους φυλακίσουν.

Μα πιο πολύ περήφανος ήταν για την γυναίκα του ,που την αγαπούσε πολύ , όπως και τον γιο του τον Γιακουμή. Το παιδί μεγάλωνε με αγάπη, φροντίδα ,στοργή, τραγούδια και χαρά.

       Βλέπεις ο Θεός δεν τους χάρισε άλλο παιδί, αλλά εκείνοι ήταν χαρούμενοι που απέκτησαν αυτό το αγόρι , μέσα σ αυτές τις δύσκολες συνθήκες του τόπου.

Το σπίτι τους ήταν μικρό ,κοντά στη θάλασσα για να μπορεί ο καπετάν Διαμαντής να είναι κοντά στη σκούνα του και να την προσέχει. Άστραφτε από την πάστρα της κας Σεβαστής κάτω απ τον ήλιο του Αιγαίου. Στα ανοιχτά παραθύρια του κρεμόταν λευκά κουρτινάκια , φτιαγμένα με μεράκι από τα χεράκια της. Την αυλή του σπιτιού στόλιζαν λογής λογής λουλούδια και μυρωδικά, που με περισσή φροντίδα ,φύτευε και περιποιόταν η καλή νοικοκυρά.

Πλούσιοι δεν ήταν , αλλά το καθημερινό τους ψωμάκι, ζυμωμένο από τα χέρια της κας Σεβαστής και φρεσκοψημένο στον ξυλόφουρνο της αυλής, καθώς και τα ψάρια που ψάρευε ο καπετάν Διαμαντής, δεν έλειπαν από το τραπέζι.

Ο Καπετάν Διαμαντής δεν ήταν άνθρωπος σπουδαγμένος. Ήξερε όμως να διαβάζει κι έτσι έμαθε πολλά πράγματα  για την  αρχαία Ελλάδα και τα κρύα βράδια του χειμώνα τα έλεγε σαν παραμύθι στον μικρό Γιακουμή, όταν καθόταν όλοι μαζί γύρω απ το μαγκάλι. ΄Ηταν άνθρωπος της θάλασσας κι είχαν δει πολλά τα μάτια του και δεν μπορούσε να δεχτεί να είναι  ένας ραγιάς, υπόδουλος των Τούρκων στον αγιασμένο τόπο του. Κι όλα αυτά προσπαθούσε μέσα από παραμύθια- ιστορίες να τα πει και στο γιο του που αργότερα θα γινόταν καπετάνιος στον « ΄Ομηρο». Κι ο Γιακουμής τα  άκουγε μαγεμένος και τα έκρυβε  στο πιο φωτεινό μέρος του μυαλού του. Παράλληλα  ένας δάσκαλος ερχόταν στο σπίτι και του μάθαινε γραφή, ανάγνωση και αριθμητική.

Και περνούσαν τα χρόνια.

Κι ο Γιακουμής μεγάλωνε κι ονειρευόταν  την λευτεριά. Κι ονειρευόταν ταξίδια και περιπέτειες ξαπλωμένος  στην παραλία, κάτω απ΄το φως  του φεγγαριού ,καθώς άκουγε το κύμα να σκάει απαλά δίπλα του.

Από μικρό παιδί έπαιρνε ο καπετάν Διαμαντής τον Γιακουμή στο καράβι για να του μάθει τα μυστικά της θάλασσας. Κι ο μικρός αποδείχτηκε αντάξιος γιος του πατέρα του, καθώς μάθαινε γρήγορα και σωστά όσα του έδειχνε ο πατέρας.

Μεγαλώνοντας ο Γιακουμής αγαπούσε τη θάλασσα… αγάπησε όμως και …. Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Ήταν μια μέρα αρχή της άνοιξης κι ετοίμαζαν το καράβι για το επόμενο ταξίδι. Ο Γιακουμής φρόντιζε τα πανιά όταν μια άμαξα έφτασε κοντά τους κι από κει βγήκαν ο κυρ Ζαννής, ο προύχοντας, κι η μοναχοθυγατέρα του.  Θάμπωσε ο ήλιος στα μάτια του από την ομορφιά της κοπέλας. Ο κυρ Ζαννής πήγε να μιλήσει με τον καπετάν Διαμαντή γιατί στο ταξίδι τους θα μετέφεραν  πορτοκάλια από το κτήμα του. Κι έτσι εκείνος πρόσεξε καλύτερα το κορίτσι. Ήταν ψηλή και λεπτή με μέση δαχτυλίδι. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα στολισμένο με πολύχρωμα κεντίδια. Και στο κεφάλι ένα λευκό  κεντητό μαντήλι, μέσα από το οποίο χυνόταν στους ώμους της τα μακριά ,σγουρά ,μαύρα μαλλιά της. Και τα μάτια της μόλις αντίκρισαν τον Γιακουμή πήραν όλα τα χρώματα του Ουράνιου τόξου.

-        Καλημέρα, της είπε. Με λένε Γιακουμή.

-        Καλημέρα,  εμένα Ερμιόνη, είπε κι έτρεξε κατακόκκινη να κρυφτεί στην άμαξα .

Από τότε ο Γιακουμής ήταν αφηρημένος. Φρόντισε κι έμαθε πού ήταν το σπίτι της και περνούσε συχνά από κει, όταν δεν ταξίδευε με το πλοίο του, μήπως την ξαναδεί .Κι επειδή δεν την είδε , παραφύλαξε και της έστειλε μήνυμα με την υπηρέτρια της, όπου της έγραψε για την αγάπη που  της είχε. Του απάντησε την άλλη μέρα  πως κι εκείνη πως ένοιωθε το ίδιο .

Στο μεταξύ νησιώτες από άλλα νησιά ήρθαν και ξεσήκωσαν τους Χιώτες να επαναστατήσουν και να διώξουν τους Τούρκους, όπως γινόταν σε όλη την Ελλάδα. Για τη Χίο ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο γιατί είναι πολύ κοντά στα παράλια της Τουρκίας κι αμέσως θα έστελναν  πολύ στρατό και θα τους νικούσαν. Παρ όλο που ήταν δύσκολα κάποιοι Χιώτες μπήκαν μπροστά για να ξεκινήσει ο αγώνας. Ένας απ΄αυτούς ήταν ο καπετάν Διαμαντής που πρόσφερε το πλοίο του για τον αγώνα. Όμως οι άλλοι νησιώτες μόλις είδαν τα στρατεύματα των Τούρκων να καταφθάνουν , φοβήθηκαν κι έφυγαν.

Ο καπετάν Διαμαντής τότε, είπε στο γιο του:

-Γιακουμή , μετά απ΄αυτό, θα γίνουν άσχημα πράγματα.  . Γι αυτό πάρε το καράβι  μας με τους έμπιστους ναύτες και πήγαινε να το κρύψεις στο Κλεφτολίμανο, θυμάσαι ,σου το έχω δείξει για ώρα ανάγκης. Εκεί δεν θα το βρει κανείς. Είσαι πια άξιος και ικανός να το κουμαντάρεις μόνος σου. Και να προσέχεις τη μητέρα σου.

Ο Γιακουμής, κατάλαβε, δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα κι έκανε κατά πως τον ορμήνεψε ο πατέρας του. Αφού σιγούρεψε το καράβι, κατέβηκε  με το άλογό του στην πόλη να δει τι μπορεί να κάνει.

Τα νέα ήταν άσχημα. Οι Τούρκοι είχαν θυμώσει πολύ. ΄Ηθελαν εκδίκηση. Έπιασαν τον δεσπότη ,τους προύχοντες του νησιού ,τον καπετάν Γιακουμή,  κι άλλους που συμμετείχαν στον ξεσηκωμό, και τους έκλεισαν στην φυλακή στο κάστρο. Πήραν τις περιουσίες τους. Συγκέντρωσαν  στο υπόγειο του αρχοντικού του προεστού Ζαννή, τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τα μεν αγόρια θα τα έκαναν γενίτσαρους ( δηλαδή θα τα εκπαίδευαν για στρατιώτες στον Τουρκικό στρατό), τις γυναίκες θα τις χρησιμοποιούσαν για υπηρέτριες στα χαρέμια τους και τα όμορφα κορίτσια θα τα πουλούσαν σκλάβες  στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Ο Γιακουμής ειδοποίησε τους φίλους του , τον Ισίδωρο , τον Κωνσταντή και τον Νικόλα και το βράδυ, επιτέθηκαν στους φρουρούς που φύλαγαν σκοπιά έξω από το υπόγειο κι ελευθέρωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά που έτρεξαν να βρουν καταφύγιο για να κρυφτούν από την μανία των Τούρκων.

Η Ερμιόνη έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε.

-Ερμιόνη, δεν έχουμε χρόνο. Θα φύγω από το νησί . Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Της είπε.

-Ναι, απάντησε η κοπέλα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Εκεί δίπλα στεκόταν κι η μητέρα του, που την είχαν κλείσει κι εκείνη μαζί με τις άλλες.

-Μάνα θα έρθεις μαζί μας. Εδώ κινδυνεύεις.

-Όχι γιε μου, δεν μπορώ να αφήσω τον πατέρα σου και να φύγω.

-Μα εκείνος μου δωκε εντολή να σε φροντίσω. Για κείνον και τους άλλους στη φυλακή τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι. Μα θα γυρίσω. Έλα  μαζί μου εσύ τουλάχιστον για να σωθείς.

-Όχι παιδί ,να πάτε στο καλό με την ευχή μου. Εγώ θα πάω να κρυφτώ στον Άγιο Μηνά. Τα μοναστήρια, δεν τα πατάνε οι Τούρκοι, τα σέβονται. Θα είμαι καλά , μην ανησυχείς. Πηγαίνετε στο καλό να σωθείτε.

-Μάνα είναι και κάτι άλλο…., είπε γυρίζοντας προς την Ερμιόνη.

-Ξέρω γιε μου…. Με την ευχή μου! Κι έβγαλε τον χρυσό της σταυρό από το στήθος της και τον φόρεσε στον λαιμό της Ερμιόνης. Να ζήσετε  αγαπημένοι, ευτυχισμένοι και λεύτεροι, της είπε και την φίλησε με δάκρια στα μάτια.

Τα παιδιά έσκυψαν και φίλησαν το χέρι της μάνας κι έφυγαν.

Πήραν το πλοίο τους και πήγαν στα Ψαρά, όπου ο παπά Γιώργης

τους πάντρεψε με κουμπάρους τους φίλους του Γιακουμή που έφυγαν μαζί του απ΄το νησί.

Εκεί ζήτησαν τη βοήθεια των Ψαριανών για την Χίο, όπου  πρόθυμα οι Ψαριανοί  ετοίμασαν τα μπουρλοτιέρικα πλοία τους για να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Κι ένα βράδυ ο καπετάν Κων. Κανάρης με το τσούρμο του τίναξε την τουρκική ναυαρχίδα μέσα στο λιμάνι της Χίου.

Ο καπετάν Γιακουμής , παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία του Κ. Κανάρη, συνέχισε τον αγώνα κι  όργωσε με το πλοίο του την Ελλάδα, μιλώντας με οπλαρχηγούς και ζητώντας βοήθεια για την απελευθέρωση του νησιού. Κάποιες φορές κρυφά  ήρθε και στο νησί για να φέρει τρόφιμα και όπλα. Και κάποιες άλλες για να πάρει κρυφά ανθρώπους που κινδύνευαν από το σπαθί των Τούρκων. Αλλά  τους δικούς του δεν τους ξαναείδε.

Κι αν με ρωτάτε. Ναι , τα κατάφερε. Κι έφτασε η μέρα που ήρθαν τα ελληνικά καράβια κι έδιωξαν τον Τούρκο κατακτητή από το πολύπαθο νησί μας που ξανάγινε Ελληνικό και λεύτερο.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...