ΠΥΡΓΙ ΤΟ
ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
‘Ηταν κάποτε τα παλιά τα χρόνια, ένα αγόρι που του άρεσε να
διαβάζει πολύ.
Λάτρευε τις ναυτικές περιπέτειες και το αγαπημένο του βιβλίο
ήταν το « Χίλιες και μια νύχτες» στα
κεφάλαια που αναφερόταν οι περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού.
Κάθε μέρα μελετούσε τους χάρτες κι ονειρευόταν ταξίδια … κι
όλοι τον έλεγαν ονειροπαρμένο.
Μάταια ο πατέρα του προσπαθούσε να του μάθει την τέχνη του. Ο
πατέρας του ήταν σπουδαίος και ξακουστός τεχνίτης που έφτιαχνε άσπρο-γκρι
γεωμετρικά σχέδια πάνω σε σπίτια. Από το ένα αφτί έμπαιναν οι οδηγίες, από το
άλλο έβγαιναν. Το αγόρι είχε αλλού το μυαλό του.
Όταν μεγάλωσε κι έγινε ένα ωραίο παλικάρι με μπλε μάτια και
ξανθά μαλλιά, συνήθιζε να κατεβαίνει στη θάλασσα και να ταξιδεύει με το μυαλό του σ όλες τις
θάλασσες της γης και να ζει περιπέτειες πιο όμορφες και πιο δυνατές απ΄αυτές
του Σεβάχ.
Έτσι λοιπόν μια μέρα , εκεί που καθόταν στην παραλία, δίπλα
στο κύμα και σχεδίαζε πάλι με το νου του ταξίδια, τον κύκλωσαν ξαφνικά πειρατές
και με την απειλή των σπαθιών τους, τον πήραν στο καράβι τους.
Το παλικάρι αντιλήφθηκε πόσο κινδύνευε κι αποφάσισε να μην
μιλήσει καθόλου και μόνο να γελάει σαν να ήταν χαζός. Έτσι κι αλλιώς οι
πειρατές μιλούσαν άγρια σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε.
Κατάλαβε όμως πως έτσι
καλοφτιαγμένος και γεροδεμένος που ήταν θέλησαν να τον εκπαιδεύσουν στο σπαθί
για να τον κάνουν σωστό πειρατή και να παίρνει μέρος στις μάχες τους, αλλά
έκανε πως δεν καταλάβαινε κι έπαιζε
κάνοντας φιγούρες στον αέρα με το σπαθί ή τα΄αφηνε να του πέφτει κι οι άλλοι
γελούσαν και τον κορόιδευαν.
Ο αρχιπειρατής, απελπισμένος μαζί του, τον έστειλε στην
κουζίνα, μήπως μάθαινε να κάνει φαγητό κι έτσι του ήταν χρήσιμος.
Ο μάγειρας προσπάθησε να του δείξει πώς να φτιάχνει φαγητό,
αλλά εκείνος κρυφά πότε έριχνε πολύ αλάτι κι έκανε το φαγητό λύσσα- αλμυρό ή
πότε έριχνε πολύ πιπέρι και το έκανε φωτιά- καυτερό ή πότε έβαζε πολύ ρούμι και
μεθούσε το πλήρωμα.
Έμπηγε τις φωνές ο μάγειράς, αλλά το παλικάρι πάλι χαζογελούσε.
Είδε κι απόειδε ο πειρατοκαπετάνιος και φτάνοντας κοντά στις
ακτές κάποιου νησιού , τον πέταξαν στην θάλασσα.
Το παλικάρι θα πνιγόταν σίγουρα γιατί δεν ήξερε κολύμπι.
Όμως τότε εμφανίστηκε η γοργόνα που προσεκτικά τον έσπρωξε προς τα ρηχά. Μπήκε
σένα φυσικό λιμανάκι που έμοιαζε σαν τεράστια νερένια αγκαλιά κι από κει το κύμα φρόντισε και τον έβγαλε στην ακτή. Η γοργόνα όταν τον είδε να κινείτε και
βεβαιώθηκε πως ήταν πια καλά, έδωσε μια βουτιά πλάφ! Και χάθηκε στα βάθη της
θάλασσας.
Σαν συνήλθε το παλικάρι , κοίταξε γύρω του κι είδε πως βρισκόταν σ ένα μέρος
παραμυθένιο ,που έμοιαζε να μην έχει ποτέ περάσει άνθρωπος από κει.
Κι η γοργόνα;
Ήταν άραγε αληθινή ή
μήπως την ονειρεύτηκε;
Έβγαλε τα ρούχα του να στεγνώσουν στον λαμπερό ήλιο κι έψαξε
να βρει κάτι να φάει, λίγο νερό να πιει και κάπου να μείνει το βράδυ .
Περπατώντας βρήκε ένα χωραφάκι που ήταν γεμάτο ντοματιές. Τις
ήξερε τις ντοματιές. Είχαν και στην πατρίδα του, αλλά εδώ ήταν διαφορετικές .
Οι ντομάτες ήταν σαν μεγάλα κεράσια . Πεινούσε πολύ κι έφαγε μερικά τέτοια
ντοματάκια και του φάνηκαν πεντανόστιμα.
Είδε την είσοδο που οδηγούσε σε μια σπηλιά που του φάνηκε καλή για να περάσει
το βράδυ του. Μπήκε μέσα κι έψαξε προσεκτικά μήπως έμενε κάποιο ζώο εκεί.
Άκουσε το γάργαρο ήχο του νερού που τρέχει και ναι μέσα στη σπηλιά έτρεχε καθαρό
νεράκι κι ήπιε και ξεδίψασε.
Συνέχισε να εξερευνεί τη σπηλιά και πίσω από
κάτι βράχους, σκεπασμένο με άμμο του φάνηκε να ξεχωρίζει κάτι σκληρό. Έσκαψε
λίγο με τα χέρια του και βρήκε ένα ξύλινο μπαουλάκι. Ήταν κλειδωμένο. Πήρε
λοιπόν μια μεγάλη πέτρα κι άρχισε να χτυπάει την κλειδαριά και μετά από πολύ
ώρα κατάφερε να το ανοίξει.
Θάμπωσαν τα μάτια του! Δεν πίστευε σ αυτό που έβλεπε. Χρυσά
νομίσματα, κοσμήματα, διαμαντικά,
μαργαριτάρια , ακόμα κι ένα στέμμα με πολύτιμα πολύχρωμα πετράδια.
Το παλικάρι έκλεισε το μπαουλάκι και το έκρυψε ,σκεπάζοντάς το
προσεκτικά με άμμο και πέτρες , εκεί που το βρήκε.
Μετά έφτιαξε μια αυτοσχέδια σφεντόνα και μ αυτήν κατάφερε να
χτυπήσει μερικά πουλάκια, που τα έψησε , τα έφαγε και χόρτασε.
Το βράδυ , ξαπλωμένος μέσα στη σπηλιά του σκεφτόταν τι να
κάνει. Να ψάξει για ανθρώπους, ή μήπως ήταν επικίνδυνο; Πώς να ήταν άραγε οι
άνθρωποι εδώ ; θα ήταν φιλικοί ή εχθρικοί; Τι γλώσσα άραγε να μίλαγαν; Θα τους
καταλάβαινε; Να φτιάξει ένα σπίτι γιατί
δεν θα μπορούσε να μένει συνέχεια στη σπηλιά;
Ο τόπος του φαινόταν ήρεμος κι όμορφος για να ζήσει εκεί. Αλλά
τι θα συναντούσε; Και τα ταξίδια που ήθελε να κάνει ; και τις περιπέτειες που ήθελε να ζήσει; Θα τα
παρατούσε όλα αυτά για να μείνει εδώ;
Μπορεί… άλλωστε στην πρώτη του περιπέτεια κόντεψε να χάσει τη ζωή του.
Και μ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε….
Στον ύπνο του είδε μια κοπέλα ίδια με την γοργόνα που
ονειρεύτηκε πως είδε το πρωί σαν συνήλθε
στην ακτή…. Είχε πράσινα μάτια και κοκκινωπά μαλλιά , ήταν αρχοντικά ντυμένη κι
ήταν τόσο όμορφη!
Την άλλη μέρα , ξύπνησε με τον ήχο των κυμάτων της θάλασσας που
έσκαγαν στα βράχια.
Σηκώθηκε, ντύθηκε κι έψαξε και βρήκε ένα μονοπάτι. Το
ακολούθησε περπατώντας προσεκτικά.
Κάποια στιγμή κρυμμένος πίσω από ένα πέτρινο τοίχο , είδε κάποιους ανθρώπους να
μιλούν μια γλώσσα που έμοιαζε με τη δική του , αλλά ήταν πολύ διαφορετική.
Δυσκολευόταν να καταλάβει τι έλεγαν. Πρόσεξε όμως τα ρούχα τους. Που ήταν πολύ
διαφορετικά από τα δικά του. Ήταν ανοιχτόχρωμα , υφαντά οι άντρες φορούσαν φέσι, γιλέκο ένα σαν
φόρεμα μακρύ, ζωνάρι , μαντήλι στο λαιμό
και ριγωτό μαντήλι στη μέση. Κι
οι γυναίκες φορούσαν κεφαλομάντηλο , φόρεμα και κεντητό στηθόπανο.
Πώς θα παρουσιαζόταν εκείνος μ αυτά τα κουρελιασμένα του
ρούχα; Αμέσως όλοι θα καταλάβαιναν ότι ήταν ξένος.
Καθώς προχωρούσε με μεγάλη προφύλαξη είδε ασπρόρουχα απλωμένα
στη αυλή ενός σπιτιού. Γύρισε γρήγορα
στη σπηλιά του , άνοιξε το μπαουλάκι του πήρε μερικά χρυσά νομίσματα κι όταν η
νοικοκυρά βγήκε από την πίσω πλευρά του σπιτιού της να ταΐσει τις κότες της,
εκείνος βρήκε ευκαιρία, πήρε γρήγορα τα
αντρικά ρούχα και άφησε τα χρυσά
φλουριά.
Ντύθηκε και συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε σ ένα χωριό. Οι
άνθρωποι ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές τους και δεν τον
πρόσεξαν. Κι εκείνος όμως
κρυβόταν όσο μπορούσε.
Παρατήρησε ότι το χωριό ήταν χτισμένο σαν κάστρο κι είχε έναν μεγάλο πύργο και τέσσερα
μικρά πυργόπουλα, που ήταν ενωμένα μ ένα μεγάλο και χοντρό τοίχο μέσα σ αυτό τον τοίχο ήταν χτισμένα όλα τα
σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Κατάλαβε πως ήταν χτισμένο έτσι για να
μπορούν οι κάτοικοι να προστατευτούν σε περίπτωση πειρατικής
επίθεσης.
Καθώς ήταν κρυμμένος και παρατηρούσε όλα αυτά, πέρασε από
μπροστά του η κοπέλα που είχε ονειρευτεί την προηγούμενη νυχτιά. Η κοπέλα που
έμοιαζε με την όμορφη γοργόνα που τον έσωσε. Και πραγματικά ξεχώριζε γιατί τα
χρυσοκέντητα ρούχα της έδειχναν ότι πρέπει να ήταν αρχοντοπούλα.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του ντελάλη.
-Ακούσατε, ακούσατε, ο άρχοντας αποφάσισε να δώσει την κόρη
του σ΄όποιον κρίνει ότι είναι άξιος να
την παντρευτεί. Γι αυτό δίνει προθεσμία στους νέους του χωριού να
προετοιμαστούν και να εμφανιστούν μπροστά τους σε τρεις μήνες από σήμερα.
Σούσουρο ακούστηκε στο χωριό. Όλα τα παλικάρια ήταν ερωτευμένα
μαζί της άλλα μόνο δυο νέοι ήταν από
αρχοντική γενιά και μπορούσαν να παντρευτούν την όμορφη αρχοντοπούλα.
Το παλικάρι αφού είδε και άκουσε όλα αυτά , κρυφοπερπατώντας
έφυγε από το χωριό, πήρε το μονοπάτι και γύρισε στη σπηλιά του να σκεφτεί τι θα
μπορούσε να κάνει που να είναι τόσο ξεχωριστό ώστε να τον κρίνει ο πατέρας της
άξιο για να γίνει άντρας της κόρης της.
Σκεφτόταν, σκεφτόταν , αλλά δεν μπορούσε να βρει κάτι, μέχρι
που τον πήρε ο ύπνος. Στ΄ονειρό του είδε τον πατέρα του που συνήθιζε να του
λέει : «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις, πιάστηνε»
Τι ήθελε να του πει ο πατέρας του; Μα ναι αυτό είναι, σκέφτηκε!
Ξεκίνησε να φτιάξει τα
εργαλεία που χρειαζόταν. Γύρω του είχε πέτρες πολλές και άμμο. Έτσι ξεκίνησε να χτίζει ένα σπίτι. Ένα σπίτι
διαφορετικό. Ένα σπίτι σαν αυτά που έφτιαχνε ο πατέρας στην πατρίδα του.
Δούλεψε πολύ καιρό ,
όλη μέρα, όσο έφεγγε ο ήλιος. Κι έφτασε στο σημείο που χρειαζόταν ασβέστη. Έτσι
αργά το βράδυ μια νύχτα με λαμπρός
φεγγάρι, χωρίς ν α τον αντιληφθεί κανείς, πήγε στο μαγαζί που πουλούσε ασβέστη
και πήρε όσο χρειαζόταν κι άφησε πάλι μερικά από κείνα τα χρυσά νομίσματα.
Αφού πέρασε τους τοίχους με λάσπη από άμμο, μετά τους πέρασε
με ασβέστη. Και μετά μ ένα μαχαιράκι
άρχισε να κάνει τα γεωμετρικά σχέδια, όπως ακριβώς έκανε κι ο πατέρας του. Μόνο
που εκείνος πρόσθεσε και δικά του διαφορετικά όμορφα σχέδια, με λουλούδια,
πουλιά κλπ.
Εν τω μεταξύ στο χωριό δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος πήρε τα ρούχα από το σχοινί της νοικοκυράς και της άφησε
χρυσά νομίσματα και ποιος πήρε τον ασβέστη κι άφησε πάλι χρυσά νομίσματα στον
έμπορο. Άρχισαν να λένε διάφορες φήμες για ξωτικά, νεράιδες, αγγελούδες,…….
μαγικά πλάσματα.
Κι έφτασε η μέρα που ο άρχοντας θα έκρινε ποιο παλικάρι θα
ήταν έξιο να παντρευτεί την όμορφη κόρη του κα να γίνει γαμπρός του.
Παρουσιάστηκαν λοιπόν τα δυο αρχοντόπουλα.
Ο πρώτος είπε:
-
Εγώ άρχοντά μου για το χατίρι της κόρης σου έγραψα
ένα ωραίο τραγούδι κι έφτιαξα τα βήματα για ένα χορό που θα κάνει το χωριό μας
ξακουστό στα πέρατα της γης. Έχω μαζί
μου τα όργανα για να το παίξουν και δυο φίλους μου για να σας δείξουμε πώς
χορεύεται.
-
Και πραγματικά οι μουσικάντηδες έπαιξαν το
τραγούδι και το παλικάρι χόρεψε έναν νέο
πολύ όμορφο χορό.
-
Μαζί μου η κόρη σου θα περάσει ζωή χαρισάμενη
γεμάτη τραγούδια και χορούς.
Ο δεύτερος είπε:
-
Εγώ άρχοντά μου όλον αυτό καιρό, δούλευα
σκληρά στα χωράφια μαζί με τους φίλους
μοκι έφερα να δείτε τα γεννήματα της γης μου. Μπόλικο λάδι, μαστίχι, αμύγδαλα,
ρεβύθια, ντοματάκια ,καπνά και άλλα
πολλά καλούδια, όλα δώρα για σένα και την κόρη σου.
-
-Η κόρη σου μαζί μου δεν πεινάσει ποτέ!
Ο άρχοντας ήταν σκεφτικός , δεν ήξερε τι να
αποφασίσει. Κι οι δυό ήταν όμορφα και καλά παλικάρια.
Τότε ακούστηκε μια φωνή κι εμφανίστηκε ένα
ξένος.
-Θέλω κι εγώ άρχοντα να κάνω ένα ξεχωριστό
δώρο στην κόρη σου, είπε ένα ξανθό παλικάρι με μπλε μάτια, που μίλαγε
διαφορετικά από του άλλους χωριανούς. Μόλις τον είδε η αρχοντοπούλα σκέφτηκε
πως έναν τέτοιο ξεχωριστό παλικάρι θα ήθελε για άντρα της.
-Ποιος είσαι εσύ, από πού μας έρχεσαι και πως βρέθηκες εδώ;
Ρώτησε ο άρχοντας.
-‘Ελληνας είμαι κι έρχονται από μέρη βορινά.
Το πώς βρέθηκα εδώ είναι μεγάλη ιστορία. Θέλω όμως πριν αποφασίσεις να σου
δείξω την τέχνη μου. Να δεις το
ξεχωριστό δώρο που ετοίμασα για την κόρη σου.
-φέρτο λοιπόν να το δούμε.
- Δεν γίνεται. Πρέπει να με ακολουθήσετε.
Κι έτσι έγινε. Το παλικάρι τους οδήγησε στο
κρυφό σημείο κοντά στην παραλία που είχε
χτίσει το σπίτι με την τέχνη του πατέρα του. Κι όλοι έμειναν με το στόμα
ανοιχτό. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο.
Ο Άρχοντας προβληματίστηκε κι είπε σε όλους
τους υποψήφιους γαμπρούς ότι ήθελε να το σκεφτεί και να τους απαντήσει την
επόμενη μέρα.
Πίσω στο αρχοντικό του μίλησε με την κόρη
του.
-
Πες μου κόρη μου, ποιον θα διαλέγεις εσύ για άντρα
σου; .
-
Πατέρα ωραία τα τραγούδια κι οι χοροί, αλλά όταν
πεινάς δεν σε χορταίνουν.
-
Καλά είναι και τα γεννήματα της γης, αλλά σε μια
κακή χρονιά μπορεί να καταστραφεί όλη η σοδειά.
-
Εγώ για άντρα μου διαλέγω τον ξένο, για να δείξει
την τέχνη και σε άλλους και να κάνουν το χωριό μας ξεχωριστό ανάμεσα σε άλλα.
Και νομίζω πως ό,τι και να γίνει με την τέχνη που γνωρίζει δεν πρόκειται ποτέ
να πεινάσουμε.
Και πραγματικά την άλλη μέρα ο άρχοντας
ανακοίνωσε την απόφασή του , που ήταν και σοφή απόφαση της μονάκριβης κόρης
του και το ίδιο βράδυ έγινε ο γάμος.
Έστησαν στο χωριό ένα γλέντι που όμοιό
του δεν ξανάγινε κι οι μουσικάντηδες
έπαιξαν τον καινούργιο χορό που έφτιαξε το πρώτο αρχοντόπουλο και τον
χόρεψαν όλοι μαζί . Το δεύτερο αρχοντόπουλο έφερε από τα καλούδια τους για να
κεράσουν τους καλεσμένους. Κι η
αρχοντοπούλα έλαμπε από τη χαρά της
δίπλα τον όμορφο ξένο που είχε κλέψει την καρδιά της και φορούσε
κοσμήματα από πολύχρωμα πολύτιμα
πετράδια, δώρα του αγαπημένου της.
Μετά το γάμο, το παλικάρι έδειξε την τέχνη
του κι όλοι στόλισαν τα σπίτια τους μ
αυτά τα λευκά και γκρι σχέδια , που κάνουν μέχρι και το χωριό τους να ξεχωρίζει.
‘Ηταν κάποτε τα παλιά τα χρόνια, ένα αγόρι που του άρεσε να
διαβάζει πολύ.
Λάτρευε τις ναυτικές περιπέτειες και το αγαπημένο του βιβλίο
ήταν το « Χίλιες και μια νύχτες» στα
κεφάλαια που αναφερόταν οι περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού.
Κάθε μέρα μελετούσε τους χάρτες κι ονειρευόταν ταξίδια … κι
όλοι τον έλεγαν ονειροπαρμένο.
Μάταια ο πατέρα του προσπαθούσε να του μάθει την τέχνη του. Ο
πατέρας του ήταν σπουδαίος και ξακουστός τεχνίτης που έφτιαχνε άσπρο-γκρι
γεωμετρικά σχέδια πάνω σε σπίτια. Από το ένα αφτί έμπαιναν οι οδηγίες, από το
άλλο έβγαιναν. Το αγόρι είχε αλλού το μυαλό του.
Όταν μεγάλωσε κι έγινε ένα ωραίο παλικάρι με μπλε μάτια και
ξανθά μαλλιά, συνήθιζε να κατεβαίνει στη θάλασσα και να ταξιδεύει με το μυαλό του σ όλες τις
θάλασσες της γης και να ζει περιπέτειες πιο όμορφες και πιο δυνατές απ΄αυτές
του Σεβάχ.
Έτσι λοιπόν μια μέρα , εκεί που καθόταν στην παραλία, δίπλα
στο κύμα και σχεδίαζε πάλι με το νου του ταξίδια, τον κύκλωσαν ξαφνικά πειρατές
και με την απειλή των σπαθιών τους, τον πήραν στο καράβι τους.
Το παλικάρι αντιλήφθηκε πόσο κινδύνευε κι αποφάσισε να μην
μιλήσει καθόλου και μόνο να γελάει σαν να ήταν χαζός. Έτσι κι αλλιώς οι
πειρατές μιλούσαν άγρια σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε.
Κατάλαβε όμως πως έτσι
καλοφτιαγμένος και γεροδεμένος που ήταν θέλησαν να τον εκπαιδεύσουν στο σπαθί
για να τον κάνουν σωστό πειρατή και να παίρνει μέρος στις μάχες τους, αλλά
έκανε πως δεν καταλάβαινε κι έπαιζε
κάνοντας φιγούρες στον αέρα με το σπαθί ή τα΄αφηνε να του πέφτει κι οι άλλοι
γελούσαν και τον κορόιδευαν.
Ο αρχιπειρατής, απελπισμένος μαζί του, τον έστειλε στην
κουζίνα, μήπως μάθαινε να κάνει φαγητό κι έτσι του ήταν χρήσιμος.
Ο μάγειρας προσπάθησε να του δείξει πώς να φτιάχνει φαγητό,
αλλά εκείνος κρυφά πότε έριχνε πολύ αλάτι κι έκανε το φαγητό λύσσα- αλμυρό ή
πότε έριχνε πολύ πιπέρι και το έκανε φωτιά- καυτερό ή πότε έβαζε πολύ ρούμι και
μεθούσε το πλήρωμα.
Έμπηγε τις φωνές ο μάγειράς, αλλά το παλικάρι πάλι χαζογελούσε.
Είδε κι απόειδε ο πειρατοκαπετάνιος και φτάνοντας κοντά στις
ακτές κάποιου νησιού , τον πέταξαν στην θάλασσα.
Το παλικάρι θα πνιγόταν σίγουρα γιατί δεν ήξερε κολύμπι.
Όμως τότε εμφανίστηκε η γοργόνα που προσεκτικά τον έσπρωξε προς τα ρηχά. Μπήκε
σένα φυσικό λιμανάκι που έμοιαζε σαν τεράστια νερένια αγκαλιά κι από κει το κύμα φρόντισε και τον έβγαλε στην ακτή. Η γοργόνα όταν τον είδε να κινείτε και
βεβαιώθηκε πως ήταν πια καλά, έδωσε μια βουτιά πλάφ! Και χάθηκε στα βάθη της
θάλασσας.
Σαν συνήλθε το παλικάρι , κοίταξε γύρω του κι είδε πως βρισκόταν σ ένα μέρος
παραμυθένιο ,που έμοιαζε να μην έχει ποτέ περάσει άνθρωπος από κει.
Κι η γοργόνα;
Ήταν άραγε αληθινή ή
μήπως την ονειρεύτηκε;
Έβγαλε τα ρούχα του να στεγνώσουν στον λαμπερό ήλιο κι έψαξε
να βρει κάτι να φάει, λίγο νερό να πιει και κάπου να μείνει το βράδυ .
Περπατώντας βρήκε ένα χωραφάκι που ήταν γεμάτο ντοματιές. Τις
ήξερε τις ντοματιές. Είχαν και στην πατρίδα του, αλλά εδώ ήταν διαφορετικές .
Οι ντομάτες ήταν σαν μεγάλα κεράσια . Πεινούσε πολύ κι έφαγε μερικά τέτοια
ντοματάκια και του φάνηκαν πεντανόστιμα.
Είδε την είσοδο που οδηγούσε σε μια σπηλιά που του φάνηκε καλή για να περάσει
το βράδυ του. Μπήκε μέσα κι έψαξε προσεκτικά μήπως έμενε κάποιο ζώο εκεί.
Άκουσε το γάργαρο ήχο του νερού που τρέχει και ναι μέσα στη σπηλιά έτρεχε καθαρό
νεράκι κι ήπιε και ξεδίψασε.
Συνέχισε να εξερευνεί τη σπηλιά και πίσω από
κάτι βράχους, σκεπασμένο με άμμο του φάνηκε να ξεχωρίζει κάτι σκληρό. Έσκαψε
λίγο με τα χέρια του και βρήκε ένα ξύλινο μπαουλάκι. Ήταν κλειδωμένο. Πήρε
λοιπόν μια μεγάλη πέτρα κι άρχισε να χτυπάει την κλειδαριά και μετά από πολύ
ώρα κατάφερε να το ανοίξει.
Θάμπωσαν τα μάτια του! Δεν πίστευε σ αυτό που έβλεπε. Χρυσά
νομίσματα, κοσμήματα, διαμαντικά,
μαργαριτάρια , ακόμα κι ένα στέμμα με πολύτιμα πολύχρωμα πετράδια.
Το παλικάρι έκλεισε το μπαουλάκι και το έκρυψε ,σκεπάζοντάς το
προσεκτικά με άμμο και πέτρες , εκεί που το βρήκε.
Μετά έφτιαξε μια αυτοσχέδια σφεντόνα και μ αυτήν κατάφερε να
χτυπήσει μερικά πουλάκια, που τα έψησε , τα έφαγε και χόρτασε.
Το βράδυ , ξαπλωμένος μέσα στη σπηλιά του σκεφτόταν τι να
κάνει. Να ψάξει για ανθρώπους, ή μήπως ήταν επικίνδυνο; Πώς να ήταν άραγε οι
άνθρωποι εδώ ; θα ήταν φιλικοί ή εχθρικοί; Τι γλώσσα άραγε να μίλαγαν; Θα τους
καταλάβαινε; Να φτιάξει ένα σπίτι γιατί
δεν θα μπορούσε να μένει συνέχεια στη σπηλιά;
Ο τόπος του φαινόταν ήρεμος κι όμορφος για να ζήσει εκεί. Αλλά
τι θα συναντούσε; Και τα ταξίδια που ήθελε να κάνει ; και τις περιπέτειες που ήθελε να ζήσει; Θα τα
παρατούσε όλα αυτά για να μείνει εδώ;
Μπορεί… άλλωστε στην πρώτη του περιπέτεια κόντεψε να χάσει τη ζωή του.
Και μ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε….
Στον ύπνο του είδε μια κοπέλα ίδια με την γοργόνα που
ονειρεύτηκε πως είδε το πρωί σαν συνήλθε
στην ακτή…. Είχε πράσινα μάτια και κοκκινωπά μαλλιά , ήταν αρχοντικά ντυμένη κι
ήταν τόσο όμορφη!
Την άλλη μέρα , ξύπνησε με τον ήχο των κυμάτων της θάλασσας που
έσκαγαν στα βράχια.
Σηκώθηκε, ντύθηκε κι έψαξε και βρήκε ένα μονοπάτι. Το
ακολούθησε περπατώντας προσεκτικά.
Κάποια στιγμή κρυμμένος πίσω από ένα πέτρινο τοίχο , είδε κάποιους ανθρώπους να
μιλούν μια γλώσσα που έμοιαζε με τη δική του , αλλά ήταν πολύ διαφορετική.
Δυσκολευόταν να καταλάβει τι έλεγαν. Πρόσεξε όμως τα ρούχα τους. Που ήταν πολύ
διαφορετικά από τα δικά του. Ήταν ανοιχτόχρωμα , υφαντά οι άντρες φορούσαν φέσι, γιλέκο ένα σαν
φόρεμα μακρύ, ζωνάρι , μαντήλι στο λαιμό
και ριγωτό μαντήλι στη μέση. Κι
οι γυναίκες φορούσαν κεφαλομάντηλο , φόρεμα και κεντητό στηθόπανο.
Πώς θα παρουσιαζόταν εκείνος μ αυτά τα κουρελιασμένα του
ρούχα; Αμέσως όλοι θα καταλάβαιναν ότι ήταν ξένος.
Καθώς προχωρούσε με μεγάλη προφύλαξη είδε ασπρόρουχα απλωμένα
στη αυλή ενός σπιτιού. Γύρισε γρήγορα
στη σπηλιά του , άνοιξε το μπαουλάκι του πήρε μερικά χρυσά νομίσματα κι όταν η
νοικοκυρά βγήκε από την πίσω πλευρά του σπιτιού της να ταΐσει τις κότες της,
εκείνος βρήκε ευκαιρία, πήρε γρήγορα τα
αντρικά ρούχα και άφησε τα χρυσά
φλουριά.
Ντύθηκε και συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε σ ένα χωριό. Οι
άνθρωποι ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές τους και δεν τον
πρόσεξαν. Κι εκείνος όμως
κρυβόταν όσο μπορούσε.
Παρατήρησε ότι το χωριό ήταν χτισμένο σαν κάστρο κι είχε έναν μεγάλο πύργο και τέσσερα
μικρά πυργόπουλα, που ήταν ενωμένα μ ένα μεγάλο και χοντρό τοίχο μέσα σ αυτό τον τοίχο ήταν χτισμένα όλα τα
σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Κατάλαβε πως ήταν χτισμένο έτσι για να
μπορούν οι κάτοικοι να προστατευτούν σε περίπτωση πειρατικής
επίθεσης.
Καθώς ήταν κρυμμένος και παρατηρούσε όλα αυτά, πέρασε από
μπροστά του η κοπέλα που είχε ονειρευτεί την προηγούμενη νυχτιά. Η κοπέλα που
έμοιαζε με την όμορφη γοργόνα που τον έσωσε. Και πραγματικά ξεχώριζε γιατί τα
χρυσοκέντητα ρούχα της έδειχναν ότι πρέπει να ήταν αρχοντοπούλα.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του ντελάλη.
-Ακούσατε, ακούσατε, ο άρχοντας αποφάσισε να δώσει την κόρη
του σ΄όποιον κρίνει ότι είναι άξιος να
την παντρευτεί. Γι αυτό δίνει προθεσμία στους νέους του χωριού να
προετοιμαστούν και να εμφανιστούν μπροστά τους σε τρεις μήνες από σήμερα.
Σούσουρο ακούστηκε στο χωριό. Όλα τα παλικάρια ήταν ερωτευμένα
μαζί της άλλα μόνο δυο νέοι ήταν από
αρχοντική γενιά και μπορούσαν να παντρευτούν την όμορφη αρχοντοπούλα.
Το παλικάρι αφού είδε και άκουσε όλα αυτά , κρυφοπερπατώντας
έφυγε από το χωριό, πήρε το μονοπάτι και γύρισε στη σπηλιά του να σκεφτεί τι θα
μπορούσε να κάνει που να είναι τόσο ξεχωριστό ώστε να τον κρίνει ο πατέρας της
άξιο για να γίνει άντρας της κόρης της.
Σκεφτόταν, σκεφτόταν , αλλά δεν μπορούσε να βρει κάτι, μέχρι
που τον πήρε ο ύπνος. Στ΄ονειρό του είδε τον πατέρα του που συνήθιζε να του
λέει : «Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις, πιάστηνε»
Τι ήθελε να του πει ο πατέρας του; Μα ναι αυτό είναι, σκέφτηκε!
Ξεκίνησε να φτιάξει τα
εργαλεία που χρειαζόταν. Γύρω του είχε πέτρες πολλές και άμμο. Έτσι ξεκίνησε να χτίζει ένα σπίτι. Ένα σπίτι
διαφορετικό. Ένα σπίτι σαν αυτά που έφτιαχνε ο πατέρας στην πατρίδα του.
Δούλεψε πολύ καιρό ,
όλη μέρα, όσο έφεγγε ο ήλιος. Κι έφτασε στο σημείο που χρειαζόταν ασβέστη. Έτσι
αργά το βράδυ μια νύχτα με λαμπρός
φεγγάρι, χωρίς ν α τον αντιληφθεί κανείς, πήγε στο μαγαζί που πουλούσε ασβέστη
και πήρε όσο χρειαζόταν κι άφησε πάλι μερικά από κείνα τα χρυσά νομίσματα.
Αφού πέρασε τους τοίχους με λάσπη από άμμο, μετά τους πέρασε
με ασβέστη. Και μετά μ ένα μαχαιράκι
άρχισε να κάνει τα γεωμετρικά σχέδια, όπως ακριβώς έκανε κι ο πατέρας του. Μόνο
που εκείνος πρόσθεσε και δικά του διαφορετικά όμορφα σχέδια, με λουλούδια,
πουλιά κλπ.
Εν τω μεταξύ στο χωριό δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος πήρε τα ρούχα από το σχοινί της νοικοκυράς και της άφησε
χρυσά νομίσματα και ποιος πήρε τον ασβέστη κι άφησε πάλι χρυσά νομίσματα στον
έμπορο. Άρχισαν να λένε διάφορες φήμες για ξωτικά, νεράιδες, αγγελούδες,…….
μαγικά πλάσματα.
Κι έφτασε η μέρα που ο άρχοντας θα έκρινε ποιο παλικάρι θα
ήταν έξιο να παντρευτεί την όμορφη κόρη του κα να γίνει γαμπρός του.
Παρουσιάστηκαν λοιπόν τα δυο αρχοντόπουλα.
Ο πρώτος είπε:
-
Εγώ άρχοντά μου για το χατίρι της κόρης σου έγραψα
ένα ωραίο τραγούδι κι έφτιαξα τα βήματα για ένα χορό που θα κάνει το χωριό μας
ξακουστό στα πέρατα της γης. Έχω μαζί
μου τα όργανα για να το παίξουν και δυο φίλους μου για να σας δείξουμε πώς
χορεύεται.
-
Και πραγματικά οι μουσικάντηδες έπαιξαν το
τραγούδι και το παλικάρι χόρεψε έναν νέο
πολύ όμορφο χορό.
-
Μαζί μου η κόρη σου θα περάσει ζωή χαρισάμενη
γεμάτη τραγούδια και χορούς.
Ο δεύτερος είπε:
-
Εγώ άρχοντά μου όλον αυτό καιρό, δούλευα
σκληρά στα χωράφια μαζί με τους φίλους
μοκι έφερα να δείτε τα γεννήματα της γης μου. Μπόλικο λάδι, μαστίχι, αμύγδαλα,
ρεβύθια, ντοματάκια ,καπνά και άλλα
πολλά καλούδια, όλα δώρα για σένα και την κόρη σου.
-
-Η κόρη σου μαζί μου δεν πεινάσει ποτέ!
Ο άρχοντας ήταν σκεφτικός , δεν ήξερε τι να
αποφασίσει. Κι οι δυό ήταν όμορφα και καλά παλικάρια.
Τότε ακούστηκε μια φωνή κι εμφανίστηκε ένα
ξένος.
-Θέλω κι εγώ άρχοντα να κάνω ένα ξεχωριστό
δώρο στην κόρη σου, είπε ένα ξανθό παλικάρι με μπλε μάτια, που μίλαγε
διαφορετικά από του άλλους χωριανούς. Μόλις τον είδε η αρχοντοπούλα σκέφτηκε
πως έναν τέτοιο ξεχωριστό παλικάρι θα ήθελε για άντρα της.
-Ποιος είσαι εσύ, από πού μας έρχεσαι και πως βρέθηκες εδώ;
Ρώτησε ο άρχοντας.
-‘Ελληνας είμαι κι έρχονται από μέρη βορινά.
Το πώς βρέθηκα εδώ είναι μεγάλη ιστορία. Θέλω όμως πριν αποφασίσεις να σου
δείξω την τέχνη μου. Να δεις το
ξεχωριστό δώρο που ετοίμασα για την κόρη σου.
-φέρτο λοιπόν να το δούμε.
- Δεν γίνεται. Πρέπει να με ακολουθήσετε.
Κι έτσι έγινε. Το παλικάρι τους οδήγησε στο
κρυφό σημείο κοντά στην παραλία που είχε
χτίσει το σπίτι με την τέχνη του πατέρα του. Κι όλοι έμειναν με το στόμα
ανοιχτό. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο.
Ο Άρχοντας προβληματίστηκε κι είπε σε όλους
τους υποψήφιους γαμπρούς ότι ήθελε να το σκεφτεί και να τους απαντήσει την
επόμενη μέρα.
Πίσω στο αρχοντικό του μίλησε με την κόρη
του.
-
Πες μου κόρη μου, ποιον θα διαλέγεις εσύ για άντρα
σου; .
-
Πατέρα ωραία τα τραγούδια κι οι χοροί, αλλά όταν
πεινάς δεν σε χορταίνουν.
-
Καλά είναι και τα γεννήματα της γης, αλλά σε μια
κακή χρονιά μπορεί να καταστραφεί όλη η σοδειά.
-
Εγώ για άντρα μου διαλέγω τον ξένο, για να δείξει
την τέχνη και σε άλλους και να κάνουν το χωριό μας ξεχωριστό ανάμεσα σε άλλα.
Και νομίζω πως ό,τι και να γίνει με την τέχνη που γνωρίζει δεν πρόκειται ποτέ
να πεινάσουμε.
Και πραγματικά την άλλη μέρα ο άρχοντας
ανακοίνωσε την απόφασή του , που ήταν και σοφή απόφαση της μονάκριβης κόρης
του και το ίδιο βράδυ έγινε ο γάμος.
Έστησαν στο χωριό ένα γλέντι που όμοιό
του δεν ξανάγινε κι οι μουσικάντηδες
έπαιξαν τον καινούργιο χορό που έφτιαξε το πρώτο αρχοντόπουλο και τον
χόρεψαν όλοι μαζί . Το δεύτερο αρχοντόπουλο έφερε από τα καλούδια τους για να
κεράσουν τους καλεσμένους. Κι η
αρχοντοπούλα έλαμπε από τη χαρά της
δίπλα τον όμορφο ξένο που είχε κλέψει την καρδιά της και φορούσε
κοσμήματα από πολύχρωμα πολύτιμα
πετράδια, δώρα του αγαπημένου της.
Μετά το γάμο, το παλικάρι έδειξε την τέχνη
του κι όλοι στόλισαν τα σπίτια τους μ
αυτά τα λευκά και γκρι σχέδια , που κάνουν μέχρι και το χωριό τους να ξεχωρίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου