Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

 

 

ΠΙΤΥΟΣ





Μια βολάν τσ έναν τσαιρόν…. Όπως λένε τα παλιά παραμύθια...

Σ ένα χωριό του νησιού μας που είναι χτισμένο σε μια κοιλάδα που γύρω γύρω έχει βουνά με πολλά πεύκα, ζούσε ένα παλικάρι που το λέγανε Δημητρό.

Ο Δημητρός μεγάλωσε χωρίς γονείς, κοντά στον  θείο του, τον αδελφό του πατέρα του που είχε το μύλο στο έβγα του χωριού.

Από μικρό παιδί ήταν πολύ προκομμένο . Πρωί πρωί , αχάραγα, ( πριν βγει ο ήλιος) πήγαινε στο μαντρί. κι άρμεγε τις κατσίκες του θείου, έπαιρνε το γάλα και τό πηζε και τό κανε τυρί. Μετά τις έβγαζε σ ένα χωραφάκι να βοσκήσουν   κι εκείνος πήγαινε με το θείο του στα λιγοστά τους χωράφια, άλλοτε  να τα σκάψουν, άλλοτε να σπείρουν, άλλοτε να θερίσουν,  άλλοτε να κλαδέψουν τα δέντρα, άλλοτε  να μαζέψουν τις ελιές ,να τις πάνε στο λιοτρίβι , να τις τρίψουν για να έχουν στο σπίτι το χρυσαφένιο λάδι. Είχαν ένα σωρό δουλειές να κάνουν ανάλογα με την εποχή. Κατά το μεσημέρι πια πήγαινε στο μύλο και βοηθούσε το θείο του που άλεθε το σιτάρι των συγχωριανών και τόκανε αλεύρι.

Το απόγευμα πήγαινε και μάζευε τις κατσίκες στο μαντρί κι έφευγε για το σχολείο. Σχολείο τότε δεν υπήρχε στο χωριό , αλλά ένας φωτισμένος παππάς, έκανε μάθημα και μάθαινε γράμματα στα παιδιά στην εκκλησία του χωριού. Γιατί ξέχασα να πω πως εκείνον τον καιρό ζούσαν Τούρκοι στο νησί και στο χωριό του Δημητρού. ΄Ηταν αφέντες οι Τούρκοι κι έκαναν ό,τι ήθελαν. Και στο χωριό αφέντης και διοικητής ήταν ο Μπέης.

Ο Δημητρός μεγάλωνε και γινόταν όμορφο, ψηλό, δυνατό, άξιο και γεροδεμένο παλικάρι, ένας λεβέντης.

Ο Θείος που δεν είχε δικά του παιδιά, τον αγαπούσε και τον καμάρωνε.

Μαζί του όμως μεγάλωνε κι ομόρφαινε κι η Αγγελικώ, η γειτονοπούλα του που από πολύ μικρή την ξεχώρισε ο Δημητρός ανάμεσα στ άλλα κορίτσια του χωριού. Ήταν συνετό, μυαλωμένο κι άξιο κορίτσι. Την έβλεπε που πήγαινε με τη στάμνα της να πάρει νερό από το πηγάδι που ήταν στο έμπα του χωριού κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Την έβλεπε να σέρνει το χορό στο πανηγύρι του Αι Γιώργη και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη θωριά της. Αλλά κι εκείνη όλο και του έριχνε κρυφές ματιές κι αν κάποια στιγμή τα βλέμματα τους συναντιόνταν, κοκκίνιζε σαν παπαρούνα.

Κι έτσι μια μέρα πήγε με το θείο του στα γονικά της , τη ζήτησε για γυναίκα του κι έγινε ο γάμος!

 Η Αγγελικώ έλαμπε! Ήταν  η πιο όμορφη νύφη που είδε ποτέ το χωριό. Και τη στιγμή που χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη, πέρασε καβάλα στ΄άλογό του ο Μπέης με την φρουρά του. Μόλις είδε τη νύφη θαμπώθηκε από την ομορφάδα της.

Κύλησε ο καιρό κι η Αγγελικώ γέννησε ένα κοριτσάκι. Ήταν όμορφο σαν μικρή νεράιδα. Είχε ξανθά μπουκλάκια, γαλανά ματάκια και τα ροδαλά του μαγουλάκια κάναν λακάκια σαν γελούσε.  Η Αγγελικώ όλη μέρα του τραγουδούσε με τη γλυκιά φωνή της κι ο Δημητρός  ήταν συνέχεια πάνω από την κούνια του, όταν δεν έτρεχε για τις δουλειές του.

Εν τω μεταξύ ο Μπέης περνούσε συνέχεια με τα΄άλογό του έξω από το σπίτι τους, μόνο και μόνο για να βλέπει την Αγγελικώ. Κι αν καμιά φορά τύχαινε να είναι έξω , η ματιά του σκοτείνιαζε γιατί ζήλευε την ευτυχία τους κι ήθελε την κοπέλα δική του και μόνο δική του.

Ένα βράδυ λοιπόν ενώ ο Δημητρός, είχε πάει σε διπλανό χωριό να πουλήσει τυριά κι άργησε να επιστρέψει, η Αγγελικώ βγήκε στην αυλή του σπιτιού  να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα της μπουγάδας της. Τότε της όρμησαν οι στρατιώτες του Μπέη που παραφύλαγαν, την άρπαξαν και την έκλεισαν στο υπόγειο του σπιτιού του.

Ο Μπέης παρουσιάστηκε μπροστά της και της είπε:

-Αγγελικώ  σε αγαπώ από καιρό   και  από σήμερα θα είσαι γυναίκα μου.

-Μα εγώ είμαι γυναίκα του Δημητρού….

-Αυτόν να τον ξεχάσεις!

-Μα πώς να τον ξεχάσω; Έχω  παιδί μαζί του…

-θα κάνεις και μαζί μου!

-Μα τον αγαπάω…

-Θα αγαπήσεις και μένα με τον καιρό.

Η Αγγελικώ άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει:

-         Αν μ΄αγαπάς, όπως λες, άφησέ με να πάω στο σπιτικό μου, λυπήσου το παιδί μου..

-         Αυτό να το ξεχάσεις!. Από σήμερα εδώ είναι το σπιτικό σου και κοίτα να το συνηθίσεις. Και πρόσεξε, μη σε ακούσω να φωνάξεις και πάρει κανείς χαμπάρι ότι είσαι εδώ γιατί δεν τόχω σε τίποτα να σκοτώσω το παιδί και τον άντρα σου.

Αυτά της είπε κι έφυγε διπλοκλειδώνοντας την πόρτα.

Κι η Αγγελικώ συνέχισε να κλαίει βουβά.

Εν τω μεταξύ, αργά το βράδυ, σαν γύρισε ο Δημητρός στο σπίτι του κι έψαξε για την γυναίκα του και δεν την βρήκε, ανησύχησε.

Βγήκε στους δρόμους του χωριού κρατώντας αναμμένο δαυλό κι έψαχνε , φωνάζοντας το όνομά της.

Κάποια στιγμή έφτασε στο ποτάμι κι είδε τις κυράδες των παραμυθιών, τις αγγελούδες να χορεύουν και να γελάνε κάτ από το ασημένιο φως του φεγγαριού, αλλά εκείνος δεν σκιάχτηκε.

-ε, κυράδες μου καλές , φώναξε, μπας κι είδατε πουθενά την γυναίκα μου το Αγγελικώ;

Αυτές τον περικύκλωσαν και συνέχισαν να χορεύουν γύρω του γελώντας.

-θα σου πούμε αν αντέξεις να χορέψεις μέσα σ΄ένα βράδυ, με όλες μας, του είπε η πιο όμορφη

Τον πήρε αγκαλιά κι άρχισαν να χορεύουν, μα μόλις ακούστηκε το πρώτο λάλημα του πετεινού κι ενώ δεν είχε ακόμα καταφέρει να χορέψει με όλες τους, αυτές εξαφανίστηκαν.

Κουρασμένος κι απαογοητευμένος γύρισε στο σπίτι του ο Δημητρός.

Μα δεν τόβαλε κάτω.

Το άλλο βράδυ πήγε πάλι στο ποτάμι και στάθηκε δίπλα στο πηγάδι και τις περίμενε.

Εκείνες δεν άργησαν να έρθουν.

Αλλά αυτή τη βραδιά ήταν πιο πολλές και πάλι δεν κατάφερε να χορέψει με όλες τους  μέχρι το πρώτο λάληλα του πετεινού.

Το ίδιο έγινε και το τρίτο βράδυ, αλλά το παλικάρι κουρασμένο από το ξενύχτι και την πολλή δουλειά της μέρας δεν άντεξε κι έπεσε εξαντλημένος στο χώμα.

Τότε , πριν εξαφανιστούν όπως τα άλλα βράδια, η πιο όμορφη, που ήταν κι αρχηγός τους,του έδωσε ένα μπουκαλάκι που είχε μέσα ένα μαγικό βοτάνι.

-Πάρτο , του είπε, γιατί είσαι γενναίο παλικάρι και το λέει η καρδιά σου και γιατί πραγματικά αγαπάς τη γυναίκα σου. Το Αγγελικώ είναι στο κατώι του Ζιχνιτ Μπέη. Αυτός την έκλεψε γιατί την θέλει δική του γυναίκα. Φρόντισε μόνο να πιει απ αυτό το βοτάνι Ο Μπέης κι οι φρουροί του κι όταν κοιμηθούν θα μπορέσεις να την λευτερώσεις. Μετά που θα ξυπνήσει δεν θα θυμάται τίποτα . δεν θα θυμάται ούτε πως ήθελε το Αγγελικώ για δική του γυναίκα κι έτσι θα σας αφήσει ήσυχους.

-Σ ευχαριστώ, σ΄ευχαριστώ πολύ καλή μου κυρά, είπε φιλώντας τα χέρια της.

-Είμαι καλή μόνο σ αυτούς που το αξίζουν. Αν χρειαστεί όμως γίνομαι κακιά, πολύ κακιά!, είπε κι εξαφανίστηκε.

Το ίδιο πρωινό το παλικάρι παραφύλαξε κι όταν ήρθε η παραδουλεύτρα του Μπέη να πάρει νερό από το πηγάδι της έπιασε τη κουβέντα και καθώς της έδειχνε έναν αετό που πετούσε  από πάνω τους, πρόλαβε κι έριξε το μαγικό βοτάνι της Αγγελούδας στη στάμνα με το κρύο νερό.

Κι όταν αργότερα  προς το βραδάκι ,όλοι στο αρχοντικό που ήπιαν απ΄το δροσερό νερό έπεσαν σε ύπνο βαθύ, ο Δημητρός μπήκε προσεκτικά, πήρε τα κλειδιά του κατωγιού που είχε κρεμασμένα στο λαιμό του ο Μπέης κι όταν άνοιξε βρήκε τη γυναίκα του να κλαίει.

Την πήρε αγκαλιά κι επέστρεψαν στο σπίτι τους.

Δεν επέστρεψαν όμως μόνοι τους, γιατί κάτω στο υπόγειο ο Μπέης είχε στοίβα τα σακουλάκια  με  τις λίρες.

Όλα αυτά τα χρήματα που μάζευε όλα τα χρόνια με απειλές και ξύλο , από τους φτωχούς αγρότες και κτηνοτρόφους του νησιού. Έτσι το Δημητρό πήγε κι ήρθε πολλές φορές στο κατώι και πήρε όλα αυτά τα σακουλάκια  στο σπίτι του και κάλεσε όλους τους συγχωριανούς και τα μοιράστηκαν.

Κι έτσι οι άνθρωποι ζούσαν λίγο καλύτερα αλλά  με προσοχή για να μην τους πάρει χαμπάρι ο Μπέης.

Από τότε παρ΄όλο που ο Μπέης δεν θυμόταν πως ήθελε το Αγγελικώ, ο Δημητρός πήγαινε παντού και πάντα με την γυναίκα του. Μαζί το πρωί στις κατσίκες, μαζί στο μύλο, μαζί στο χωράφι, μαζί στο λιοτρίβι, μαζί στη βρύση για νερό και μαζί στο πανηγύρι για να χορέψουν. Όπου πήγαιναν ήταν μαζί όλη η οικογένεια, γιατί έκαναν κι άλλα παιδιά και τα κρύα βράδια του χειμώνα,  ο Δημητρός, όταν η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τζάκι, έλεγε στα παιδιά του παραμύθια για τις όμορφες κυράδες , τις αγγελούδες, που ποτέ δεν ξέχασε.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...