Η ΛΑΣΠΙΤΣΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΤΣΑ
Κάποτε σ΄ένα όμορφο μεγάλο αγρόκτημα που ζούσαν πάρα πολλά ζώα( κότες, κουνέλια, πάπιες, χήνες αγελάδα, άλογο, πρόβατο, κατσίκι κι ένα γουρουνάκι).
Για την ακρίβεια το γουρουνάκι είχε ροζ χρώμα, ήταν κορίτσι, την έλεγαν Γκουτς, φόραγε ένα κόκκινο φιόγκο στο κεφάλι της και παρόλο που ήταν χοντρούλα ήταν πολύ όμορφη.
Της άρεσε να τρώει πολύ κι έτρωγε ό,τι εύρισκε μπροστά της. Της άρεσε επίσης να κάνει παρέα με τ΄άλλα ζώα στο αγρόκτημα . Αυτό όμως που τρελαινόταν να κάνει ήταν να κυλιέται σε παχιά λάσπη. Γι αυτό και τ΄άλλα ζώα την έλεγαν Λασπίτσα.
Έτσι όμως δημιουργήθηκε ένα μεγάλο πρόβλημα γιατί μόλις η Λασπίτσα ξυπνούσε πήγαινε για ένα λασπόλουτρο και βέβαια γινόταν χάλια, άσε που μύριζε κι απαίσια. Μόλις πλησίαζε στο σκύλο για να μιλήσουν, εκείνος έφευγε μακριά.
Μόλις πλησίαζε τη γατούλα για να παίξουν, εκείνη έφευγε μακριά. Προσπαθούσε να μιλήσει στο άλογο κι αυτό χλιμίντριζε νευριασμένο. Και με λίγα λόγια αυτό γινόταν με όλα τ΄άλλα ζώα που ζούσαν στο αγρόκτημα.Κι όσο τα ζώα δεν την πλησίαζαν και δεν την ήθελαν για παρέα επειδή μύριζε απαίσια, τόσο εκείνη για να ξεχάσει την στεναχώρια της κυλιόταν μέσα στις λάσπες. Είχε φτάσει στο σημείο να μη βγαίνει σχεδόν καθόλου από τον λάκκο με την λάσπη όλη μέρα.
Μια μέρα πλησίασε την πάπια που μιλούσε με την χήνα κι εκείνη έκλεισε την μύτη της.
-Τι ανυπόφορη μυρωδιά είναι αυτή, της είπε η πάπια, μα δεν πλένεσαι ποτέ σου;
-Πού να πλυθώ; Ρώτησε η γουρουνίτσα.
-Ξέρω γω, μπορείς να πας στο ποτάμι, να καθαριστείς κι ύστερα νάρθεις κοντά μας.
Η γουρουνίτσα, που στεναχωριόταν τόσο καιρό, αλλά δεν είχε καταλάβει γιατί δεν την ήθελα κοντά τους τα άλλα ζώα, εκείνη την νύχτα δεν κοιμήθηκε, μόνο πήρε αποφάσεις κι έκανε σχέδια.
Την άλλη μέρα πρωί- πρωί, έκανε με την ησυχία της, το τελευταίο της λασπόλουτρο και το φχαριστήθηκε πολύ. Μετά άνοιξε την πόρτα του αγροκτήματος και ξεκίνησε. Αλλά δεν ήξερε προς τα πού να πάει για να βρει το ποτάμι.
Δρόμο παίρνει-δρόμο αφήνει και ξαφνικά συναντάει έναν ανεμόμυλο.
-Μήπως ξέρεις πού είναι το ποτάμι ,τον ρώτησε;
Μα ο ανεμόμυλος δεν απάντησε, αλλά συνέχισε να γυρίζει ήρεμα τα φτερά του.
Μετά συνάντησε ένα σκύλο, αλλά μόλις τον πλησίασε ο σκύλος, απομακρύνθηκε γρήγορα. Το ίδιο έγινε και με μια γάτα.
Συνέχιζε να περπατά κι έφτασε σ΄ένα σχολείο. Εκεί τα παιδιά ήταν διάλειμμα , αλλά μόλις αισθάνθηκαν την άσχημη μυρωδιά από την γουρουνίτσα, έτρεξαν γρήγορα να μπουν στις τάξεις τους.
Ένα παιδί όμως, που ήταν κρυωμένο και η μύτη του ήταν βουλωμένη και άρα δεν είχε όσφρηση και δεν μπορούσε να μυρίσει, έμεινε μόνο του να παίζει.
Η γουρουνίτσα το πλησίασε και το ρώτησε αν ήξερε που είναι το ποτάμι.
-Το ποτάμι είναι μακριά από δω, είπε ο μικρός. Θα προχωρήσεις ίσια , θα βρεις ένα ψηλό δέντρο κι από κει θα στρίψεις δεξιά και αφού περπατήσεις αρκετά θα φτάσεις στο δάσος. Εκεί στο δάσος θα βρεις και το ποτάμι.
-Ευχαριστώ, είπε η γουρουνίτσα και ξεκίνησε.
Όμως όταν έφτασε στο δέντρο είχε ξεχάσει εάν έπρεπε να στρίψει δεξιά ή αριστερά κι έτσι έστριψε αριστερά. Κι όπως προχωρούσε κάποια στιγμή έφτασε στη θάλασσα. Νερό είναι κι αυτό ,σκέφτηκε, ίσως θα μπορούσα να πλυθώ εδώ. Όταν όμως είδε πόσο ψηλά ήταν τα κύματα και θυμήθηκε ότι δεν ήξερε κολύμπι, αποφάσισε να επιτρέψει στο ψηλό δέντρο και να πάρει τον άλλο δρόμο γιατί μάλλον τα είχε μπερδέψει.
Κι έτσι έκανε. Βρήκε το δέντρο και πήρε τον άλλο δρόμο.
Και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει κι όταν επιτέλους πλησιάζει στο δάσος, καταλαβαίνει ότι έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και πρέπει να βρει ένα μέρος για να περάσει το βράδυ της με ασφάλεια. Αλλά δεν ξέρει από δάσος κι είναι απελπισμένη, όταν εμφανίζεται μπροστά της ένα ποντικάκι.
-Τι γυρεύεις γουρουνάκι, μόνο σου στο δάσος; Δεν ξέρεις ότι κινδυνεύεις από λύκους, από αλεπούδες, κι από άλλα ζώα; το ρώτησε
Και τότε η γουρουνίτσα του είπε την ιστορία της.
-Καλά ,της λέει το ποντικάκι, ακολούθησέ με κι εγώ θα σε πάω σ΄ένα καταφύγιο που έχουν φτιάξει οι κυνηγοί κι έτσι δεν θα κινδυνεύεις.
Και πραγματικά η γουρουνίτσα πήγε στο καταφύγιο των κυνηγών κι έκλεισε την πόρτα. Σε λίγο που πήραν μυρωδιά οι λύκοι μαζεύτηκαν απ΄έξω κι άρχισαν να ουρλιάζουν. Η καημένη η γουρουνίτσα μαζεύτηκε σε μια γωνιά τρέμοντας από τον φόβο της. Και για να ξεχαστεί σκεφτόταν τα άλλα ζώα στο αγρόκτημα, πόσο άσχημα της είχαν φερθεί ενώ εκείνη δεν είχε πειράξει κανέναν και πόσο όμορφα θα περνούσαν όλοι αν ήταν φίλοι…Με τη γλυκιά αυτή σκέψη και καθώς ήταν πολύ κουρασμένη, κοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε πως ήταν στ΄αλήθεια όλοι φίλοι….
Την άλλη μέρα το πρωί, τα ζώα στο αγρόκτημα ξύπνησαν κι άρχισαν να κάνουν ό,τι συνήθιζαν να κάνουν κάθε μέρα. Ξαφνικά η πάπια ρώτησε την χήνα:
-΄Εχεις δει καθόλου σήμερα την Λασπίτσα ;
-Όχι, της είπε η χήνα, αλλά καλύτερα, γλυτώσαμε κι από τη βρώμα;
-Δεν είναι περίεργο; που να πήγε άραγε;
Μετά ρώτησε ένα-ένα τα άλλα ζώα αλλά κανένα δεν την είχε δει εκείνη την ημέρα. Τα ζώα ανησύχησαν και συγκεντρώθηκαν
να μάθουν τι έγινε. Αποφάσισαν να ψάξουν καλά σ΄όλο το αγρόκτημα για να την βρουν. Αλλά η Λασπίτσα δεν ήταν πουθενά. Τότε ένα ποντικάκι τους είπε:
-Νομίζω πως την είδα χτες το πρωί να φεύγει.
-΄Ισως πήγε στο ποτάμι να πλυθεί, όπως της είπα, είπε η πάπια.
-Ναι, αλλά γιατί δεν γύρισε; ρώτησε η αγελάδα.
-΄Ηξερε τον δρόμο για το ποτάμι; ρώτησε το άλογο.
-Μα πώς να τον ξέρει, αφού δεν είχε ξαναφύγει ποτέ από δω, είπε ένα κουνελάκι.
-Τότε μάλλον κινδυνεύει, είπε ο σκύλος.
-Να ψάξουμε να την βρούμε και να την βοηθήσουμε ,είπε το πρόβατο.
-Εγώ ξέρω το δρόμο και μπορώ να σας πάω στο δάσος, ακούστηκε ένα βατραχάκι.
Κι έτσι τα ζώα ξεκίνησαν με οδηγό το βατραχάκι, ξεκίνησαν και σε λίγη ώρα έφτασαν στο δάσος. Εκεί χωρίστηκαν σε ομάδες κι άρχισαν να ψάχνουν.
-Γκουτςςςςςς, Γκουουουτς, φώναζαν και ξαναφώναζαν, ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν οι φωνές τους και μέχρι το καταφύγιο των κυνηγών που ήταν κρυμμένη η γουρουνίτσα, η οποία δεν βγήκε έξω ούτε κι όταν ξημέρωσε κι έφυγαν οι λύκοι, γιατί φοβόταν πολύ.
Η γουρουνίτσα βγήκε έξω και του φώναξε:
-Εδώ, εδώ είμαι.
Επιτέλους τη βρήκαν κι ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι. Πώς να την πλησιάσουν όμως, έτσι που μύριζε.
-Νομίζω ότι ήρθε η ώρα για ένα καλό μπάνιο, είπε η πάπια που ήταν κι αυτή χαρούμενη, γιατί δεν ήθελε να πάθει κακό η γουρουνίτσα .
΄Ολοι μαζί ξεκίνησαν για το ποτάμι κι όταν έφτασαν πρώτη η γουρουνίτσα μπήκε μέσα να πλυθεί. Το διάφανο χρώμα του νερού έγινε καφέ σαν λάσπη, αλλά καθώς το ποτάμι κυλούσε γρήγορα το νερό καθάρισε πάλι. Σε λίγο ένα- ένα, πολλά από τα ζώα μπήκαν κι αυτά στο ποτάμι κι άρχισαν να παίζουν όμορφα παιχνίδια με τη γουρουνίτσα μέσα στο νερό.
Κάποια στιγμή όμως πείνασαν κι έτσι βγήκαν από το νερό, τινάχτηκαν και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Στο δρόμο είπε ο καθένας τους από μια αστεία ιστορία και γέλασαν πολύ.
Μετά το φαγητό κι ενώ τα ζώα είχαν καθίσει όλοι μαζί παρεούλα για να ξεκουραστούν η γουρουνίτσα Γκουτς είπε:
-Περνάω πολύ ωραία μαζί σας, κι αν η λάσπη είναι το πρόβλημα, σας υπόσχομαι πως δεν θα ξανακυλιστώ.
-Κι εμείς θα σε απασχολούμε συνέχεια με παρέα και παιχνίδια κι έτσι δεν θα βρίσκεις χρόνο για να ξανακυλιστείς στις λάσπες, είπε η πάπια.
Από τότε κάθε μέρα στο αγρόκτημα, ήταν σαν μια μεγάλη γιορτή γιατί μόλις ξυπνούσαν τα ζωάκια μαζεύονταν και παίζανε όλα μαζί όμορφα κι αγαπημένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου