Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

                                             ΜΠΙΣΚΙ

 ( ΤΡΕΛΛΑΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΕΝΙΑ ΜΠΙΣΚΟΤΑ)

                                                               

΄Ενας λαμπερός ήλιος άρχισε να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό και να ζεσταίνει με τις ηλιαχτίδες του τη γη.

Ξύπνησαν τα πουλιά στις φωλιές τους, πέταξαν να ξεμουδιάσουν και πήγαν στα κλαδιά των δέντρων κι άρχισαν να γλυκοκελαηδούν , καλωσορίζοντας την νέα όμορφη ανοιξιάτικη μέρα.

Ξύπνησαν και τα λουλούδια κι άνοιξαν τα πέταλά να στεγνώσουν τους στον ήλιο και ν΄ αφήσουν το μεθυστικό τους άρωμα να ξεχυθεί στο πρωινό αεράκι.

Ξύπνησαν κι οι πεταλούδες κι άρχισαν τον όμορφο χορό τους στ΄ όμορφο λιβάδι.

΄Ενα – ένα ξυπνούν τα πλάσματα της φύσης για να χαρούν με τον τρόπο τους την ομορφιά της μέρας.

Στη μεγάλη μυρμηγκοφωλιά επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Τα μυρμήγκια- εργάτες ετοιμάζονταν για τη δουλειά. Η πόρτα άνοιξε κι ένα-ένα μπήκαν στη σειρά και ξεκίνησαν χαρούμενα. Είχαν πολύ σημαντική δουλειά να κάνουν,( έπρεπε να μαζέψουν ψιχουλάκια και σποράκια για να γεμίσουν τις αποθήκες της φωλιάς, για να έχουν φαγητό τον χειμώνα) κι έπρεπε να βιαστούν και να δουλέψουν σκληρά γι αυτό. Και είναι κανόνας στη μυρμηγκοφωλιά ό, τι βρίσκουν να το μοιράζονται όλοι μαζί.

Μαζί με όλα τα μυρμηγκάκια βγήκε κι ο Μπίσκι, το μικρό μυρμηγκάκι που το έλεγαν έτσι γιατί λάτρευε να τρώει ψιχουλάκια από γλυκά σοκολατένια μπισκότα.

Όλα τ’άλλα μυρμηγκάκια μόλις εύρισκαν κάτι χρήσιμο, το πήγαιναν αμέσως στη φωλιά τους. ο Μπίσκι όμως δεν έμπαινε στον κόπο να ψάξει για φαγητό, μόνο κρύφτηκε πίσω από ένα κοτσάνι  μαργαρίτας και παρατηρούσε κάποια παιδιά που είχαν πάει εκδρομή με το σχολείο τους στο μικρό παρκάκι της περιοχής.

-Πω, πω ! σκέφτηκε τι μεγάλα πλάσματα είναι τούτα εδώ! Και τι είναι αυτά που τρώνε; Μμμμ σαν μπισκότα μου μυρίζουνε. Και είναι τεράστια. Και μάλλον είναι από τα αγαπημένα μου, Σοκολατένια Μπισκότα, σκέφτηκε και ξερογλείφτηκε.

Κάποιο παιδί δεν πρόσεξε και του έπεσε κάτω ένα μεγάλο μπισκότο, αλλά δεν το ένοιαξε γιατί είχε κι άλλο. Όταν πέρασε η ώρα  κι έφυγαν τα παιδιά, ο Μπίσκι πήγε γρήγορα κι άρχισε να τσιμπάει κομματάκια από το πεταμένο μπισκοτάκι. ΄Εφαγε , έφαγε όσο μπορούσε, γέμισε την κοιλίτσα του, αλλά μετά δεν είχε κουράγιο να σηκώσει κάποιο ψιχουλάκι και να το πάρει στη φωλιά του για να το αποθηκεύσει, κι έτσι το βράδυ γύρισε στη φωλιά του με άδεια χέρια.

Ο φρουρός που έκλεινε την πόρτα, σαν τον είδε να γυρίζει τελευταίος χωρίς κάποιο σποράκι, στραβομουτσούνιασε, αλλά δεν είπε τίποτα.

Την άλλη μέρα, όπως κάθε μέρα τα μυρμηγκάκια μπήκαν στην σειρά και ξεκίνησαν. Πρώτος και καλύτερος βγήκε ο Μπίσκι, που φυσικά έτρεξε στο μικρό του θησαυρό. Κι όλη μέρα δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τριγυρίζει και κάθε λίγο να τσιμπολογάει το σοκολατένιο μπισκοτάκι.

Όταν έφυγε πια ο ήλιος κι άρχισε να σκοτεινιάζει , προσπάθησε να μπει στην είσοδο της μυρμηγκοφωλιάς, αλλά ήταν αδύνατο. ΄Οσο κι αν έσπρωχνε , δεν χωρούσε να μπει με την τεράστια κοιλιά που είχε αποκτήσει.

 Απογοητευμένος απομακρύνθηκε από τη φωλιά και βρήκε ένα πεσμένο φύλλο εκεί κοντά για να περάσει τη νύχτα του.

Όταν κάθισαν για φαγητό τα μυρμηγκάκια μέσα στην φωλιά και μετρήθηκαν, είδαν ότι ο Μπίσκι έλειπε και στεναχωρήθηκαν πολύ γιατί φοβήθηκαν ότι θα του είχε συμβεί κάποιο κακό.

Μα κι ο Μπίσκι ήταν πολύ στεναχωρημένος κι έβαλε τα κλάματα καθώς σκεφτόταν τι όμορφα θα περνούσαν οι φίλοι του, στην ζεστή μυρμηγκοφωλιά τους, όπου κάθε βράδυ έλεγαν ιστορίες, ανέκδοτα, τραγουδούσαν, έπαιζαν επιτραπέζια και περνούσαν υπέροχα. Και καθώς έβλεπε σκιές να κουνιούνται γύρω του ( που ήταν η κίνηση των λουλουδιών με το βραδινό αεράκι) κι άκουγε τρομαχτικούς ήχους ( που ήταν τα τριζόνια που τραγουδούσαν τη νύχτα), φανταζόταν πως κινδύνευε και χωνόταν ακόμα πιο πολύ κάτω από το φύλλο, τρέμοντας από το φόβο του. Κι έτσι τον πήρε ο ύπνος. Αλλά το μαρτύριό του συνεχίστηκε.

 ΄Εβλεπε πως πάχαινε , πάχαινε, πάχαινε…μέχρι που έγινε σαν μπαλόνι κι άρχισε να πετάει στον ουρανό.

Την άλλη μέρα βγήκε από την κρυψώνα του και για να του φύγει η στεναχώρια, βρήκε το αγαπημένο του σοκολατένια μπισκοτάκι κι άρχισε να τρώει και να τρώει …. Μέχρι που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Και τότε έβαλε τα κλάματα.

 ΄Ετσι  να κλαίει τον βρήκε η πασχαλίτσα, η Αγκαλίτσα.

-Τι έχεις μυρμηγκάκι μου και κλαις; Τον ρώτησε.

- Είμαι ένα λαίμαργο μυρμήγκι που πάχυνα και δεν χωρώ πια να μπω στη φωλιά μου…..

-΄Ελα θα σε πάρω εγώ μια αγκαλίτσα, κι όλα θα φτιάξουν θα δεις.

Σε λίγο ήρθε κοντά τους η μέλισσα η Ελσα.

-Τι συμβαίνει βρε παιδιά, γιατί αγκαλιάζεστε;

΄Εγινε κάτι ευχάριστο;

Και της εξήγησαν.

-Πρέπει να βρούμε μια λύση, να κάνουμε κάτι. Αν σκεφτούμε όλοι μαζί ίσως σκεφτούμε κάτι έξυπνο, είπε η΄ Ελσα η μέλισσα.

΄Ετσι σκεφτικούς τους βρήκε και τους τρεις  η Ουρανία η πεταλούδα.

-Τι πάθατε  φίλοι μου ; Είναι κρίμα να είστε έτσι κατσούφηδες μια τόσο όμορφη ανοιξιάτικη μέρα

 σαν αυτή.

-΄Εχουμε σοβαρό πρόβλημα, της είπε η ΄Ελσα η μέλισσα κι άρχισε να της λέει τι είχε συμβεί.

-Δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα. Εμπρός σηκωθείτε, θα χορέψουμε.

-Είσαι με τα καλά σου, εγώ είμαι πολύ στεναχωρημένος και θα σηκωθώ να χορέψω; Είπε ο Μπίσκι.

-Ναι βρε χαζούλη γιατί έτσι θα αδυνατίσεις και μάλιστα γρήγορα.

Φώναξαν λοιπόν στα πουλιά, τα ενημέρωσαν για το πρόβλημα του Μπίσκι και τους ζήτησαν να βοηθήσουν, πράγμα που έκαναν με μεγάλη χαρά  κι άρχισαν να κελαηδούν ένα ωραίο ρυθμικό σκοπό.

Ο Μπίσκι το μυρμήγκι, η Αγκαλίτσα η πασχαλίτσα, η ΄Ελσα η μέλισσα κι η Ουρανία η πεταλούδα άρχισαν να χορεύουν και μαζί τους χόρευαν μέχρι το βράδυ κι όλα τα άλλα έντομα της περιοχής. Πέρασαν δε τόσο όμορφα που πρότειναν να κάνουν συχνά τέτοιες εκδηλώσεις.

Το βράδυ ο Μπίσκι αφού ευχαρίστησε όλους τους φίλους που τον είχαν βοηθήσει, κατάφερε να μπει στην μυρμηγκοφωλιά, όπου έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για την συμπεριφορά του και να ζητήσει συγγνώμη.

 Η βασίλισσα μυρμήγκι, αφού τον άκουσε προσεκτικά, του είπε.

-Πιστεύω ότι τιμωρήθηκες αρκετά και ότι σου έγινε μάθημα όλο αυτό και ότι δεν θα το ξανακάνεις. Αλλά γι αυτό θα φροντίσουν και οι σύντροφοί σου από δω.

Και πραγματικά από τότε ο Μπίσκι έγινε ένα υποδειγματικό εργατικό μερμηγκάκι όταν κάποιες φορές συναντούσε κανένα μικρό κομματάκι μπισκότου κι έμπαινε σε πειρασμό να το φάει, οι σύντροφοί του, του έλεγαν:

-Μπίσκι, πες αλεύρι, μια χοντροκοιλάρα σε γυρεύει!!!

΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΚΟΥΦΕΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος , πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και οι άνθρωποι αλλά και όλα ...